Σήμερον ὁ Χριστός παραγίνεται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου καί γυνή ἁμαρτωλός προσελθοῦσα τοῖς ποσίν ἐκυλινδοῦτο βοῶσα· Ἴδε τήν βεβυθισμένην τῇ ἁμαρτίᾳ, τήν ἀπηλπισμένην διά τάς πράξεις, τήν μή βδελυχθεῖσαν παρά τῆς σῆς ἀγαθότητος· καί δός μοι, Κύριε, τήν ἄφεσιν τῶν κακῶν καί σῶσόν με».
Σήμερον ὁ Χριστός ἔρχεται στήν οἰκία τοῦ Φαρισαίου καί γυναίκα ἁμαρτωλή, προσελθοῦσα, κυλιόταν στά πόδια του, λέγουσα: Κοίταξε, Κύριε, αὐτή πού εἶναι βυθισμένη στήν ἁμαρτία, τήν ἀπελπισμένη γιά τ᾽ἁμαρτωλά ἔργα της, τήν ὁποία ὅμως δέ βδελύχτηκε ἡ ἀγαθότητά σου· καί δῶσε μου τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων μου καί σῶσε με.
Συνεχίζεται ἡ περιγραφή τοῦ συγκινητικοῦ δράματος τῆς πόρνης γυναίκας, ἡ ὁποία, εἰσελθούσα στήν οἰκία, κυλιόταν στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, φωνάζοντας:
Λυπήσου, Κύριε, τό πλάσμα σου, πού εἶναι βυθισμένο στήν ἁμαρτία, στή ζωή μακριά ἀπό τό φῶς καί τή χάρη σου, καί εἶναι ἀπελπισμένο γιά τά πολλά καί ἀναίσχυντα ἔργα του, καί παρά ταῦτα δέν τό βδελύχτηκε ἡ ἄπειρή σου ἀγαθότητα. Δῶσε μου, Κύριε, τήν ἄφεση τῶν παραπτωμάτων μου καί σῶσε με.
«Ἥπλωσεν ἡ πόρνη τάς τρίχας σοι τῷ Δεσπότῃ, ἥπλωσεν Ἰούδας τάς χεῖρας τοῖς παρανόμοις· ἡ μέν λαβεῖν τήν ἄφεσιν· ὁ δέ λαβεῖν ἀργύρια. Διό σοι βοῶμεν τῷ πραθέντι καί ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς· Κύριε, δόξα σοι».
Ἅπλωσε ἡ πόρνη τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς της σ᾽ ἐσένα τό Δεσπότη καί ὁ Ἰούδας ἅπλωσε τά χέρια του στούς παρανόμους. Καί αὐτή μέν (τά ἅπλωσε) γιά νά λάβει τήν ἄφεση, αὐτός ὅμως, γιά νά λάβει ἀργύρια.
Γι᾽ αὐτό φωνάζουμε δυνατά σ᾽ ἐσένα, Κύριε, πού πουλήθηκες γιά νά μᾶς ἐλευθερώσεις (ἀπό τή δυναστεία τοῦ διαβόλου): Κύριε, δόξα σοι.
Πόρνη καί Ἰούδας σέ ἕνα θλιβερό ἀντιθετικό παραλληλισμό. Ἐκείνη ἅπλωσε τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς της στό Δεσπότη· αὐτός ἅπλωσε τά χέρια του στούς παρανόμους. Τά ἅπλωσαν καί οἱ δύο, γιά διαφορετικούς ὅμως λόγους ὁ καθένας.
Ἐκείνη, πού γιά πολλά χρόνια ἅπλωνε τά χέρια στούς πελάτες της γιά νά λάβει τά χρήματα τῶν αἰσχρῶν ὑπηρεσιῶν της τώρα, μετανιωμένη, ἁπλώνει τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς της, γιά νά πάρει ἀπό τό Δεσπότη ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν της.
Ἀντίθετα, αὐτός πού ἐπί τριετία ἅπλωνε τά χέρια του νά πάρει τά χρήματα τοῦ οἰκονομικοῦ προϋπολογισμοῦ τῶν Ἀποστόλων (ἦταν ὁ ταμίας καί ὁ διαχειριστής τῶν οἰκονομικῶν τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν), τώρα ἅπλωσε τά χέρια του γιά νά λάβει ἀπό τούς παρανόμους τά ἀργύρια τῆς προδοσίας.
Μπροστά στά φαινόμενα αὐτά, συντετριμένοι οἱ πιστοί φωνάζουμε: Κύριε, ἐσύ πού τόσο φρικτά πουλήθηκες ἀπό τό μαθητή σου, γιά νά ἐλευθερώσεις ἐμᾶς, πού πουληθήκαμε στό διάβολο δόξα σοι.
«Προσῆλθε γυνή δυσώδης καί βεβορβορωμένη, δάκρυα προχέουσα ποσί σου, Σωτήρ, τό πάθος καταγγέλουσα· Πῶς ἀτενίσω σοι τῷ Δεσπότῃ; αὐτός γάρ ἐλήλυθας σῶσαι πόρνην.
Ἐκ βυθοῦ θανοῦσάν με ἀνάστησον, ὁ τόν Λάζαρον ἐγείρας ἐκ τάφου τετραήμερον. Δέξαι με τήν τάλαιναν, Κύριε, καί σῶσόν με».
Προσῆλθε γυναίκα ἀκάθαρτη καί καλυμμένη ἀπό βόρβορο, χύνουσα δάκρυα στά πόδια σου, Σωτήρα, φανερώνουσα τό πάθος (στό ὁποῖο δούλευαν ἡ ψυχή καί τό σῶμα της).
Πῶς νά σέ ἀτενίσω τόν κυρίαρχο Δεσπότη; (Σέ κοιτάζω) γιατί ἐσύ ἔχεις ἔλθει (στόν κόσμο), γιά νά σώσεις ἐμένα τήν πόρνη. Ἀναστησέ με ἀπό τό βυθό τοῦ θανάτου (τῆς ἁμαρτίας), ἐσύ πού ἀνέστησες τό Λάζαρο τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τοῦ θανάτου του. Δέξε με τήν ταλαίπωρη, Κύριε, καί σῶσε με.
Πολύ σπαρακτική ἡ παράσταση τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας στό θεῖο Διδάσκαλο. Ἀναδίδουσα τήν κακοσμία τοῦ αἰσχροῦ βίου της καί ἀποστάζουσα τό βόρβορο τῶν σαρκικῶν παθῶν της, μπῆκε στό σπίτι τοῦ φαρισαίου καί ἄφηνε τά δάκρυά της σάν ποτάμι νά πέφτουν στά πόδια τοῦ Διδασκάλου.
Τήν ἴδια στιγμή φανέρωνε στό Σωτήρα της καί Σωτήρα ὅλου τοῦ κόσμου, ὅλο τό περιεχόμενο τῆς ἀκάθαρτης ζωῆς της. Εἶχε ὅμως μετανιώσει τό ἐλεεινό ἐκεῖνο πλάσμα. Μίσησε τά ἔργα καί τό βίο της καί θέλησε ν᾽ ἀλλάξει πορεία καί νά χαράξει νέους προσανατολισμούς.
Αὐτό εἶναι τό μεγάλο θαῦμα τῆς μετάνοιας. Χορηγεῖ παρρησία στόν ἁμαρτωλό. Τό ἴδιο δέν ἔκανε καί ὁ μεγάλος ἐκεῖνος ἄσωτος τῆς παραβολῆς;
Δέ θάρρησε στήν πατρική ἀγάπη καί συγνώμη, γιά νά πάρει τήν ἀλλοτινή θέση του κοντά στόν πατέρα, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου τόσο βάναυσα διέσυρε διά τῆς ἀποστασίας του;
Καί ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα θάρρησε στήν ἀγάπη καί τή συγνώμη τοῦ Θεοῦ της. Κύριε, ἔλεγε, τολμῶ νά σέ ἀτενίσω ὡς Σωτήρα μου, γιατί μέ ἀγαπᾶς τόσο, πού ἦλθες ἐδῶ στή γῆ γιά νά σώσεις μιά πόρνη σάν κι ἐμένα.
Ἐσύ μοῦ δίνεις τό θάρρος νά σέ πλησιάσω, νά πλύνω τά πόδια σου, νά ζητήσω τή δύναμή σου, τή γιατρειά μου ἀπό τήν αἰσχρότητα τῆς ἁμαρτίας μου.
Σύρε με, Κύριε ἀπό τό βυθό τοῦ πνευματικοῦ θανάτου μου, ἐσύ πού μέ μιά σου προσταγή ἀνέσυρες ζωντανό ἔξω ἀπό τόν τάφο τόν τετραήμερο Λάζαρο.
Δέξε με κοντά σου Κύριε, ἐπιστρέφουσα ἀπό τή χώρα τῆς ἁμαρτίας, καί σῶσε με.