Ομολογουμένως, η Μ. Εβδομάδα αποτελεί μία ευλογημένη ευκαιρία για τον άνθρωπο. Και θα έλεγα, πολύ δε περισσότερο για τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος συγκεντρώνει ολοένα και περισσότερες αγωνίες.
Θα ξεκινήσω κάπως ανάποδα. Θεωρώ πως ο σκοπός δεν είναι να εκκλησιαστεί κάποιος. Δεν υφίσταται κανένα πρέπει στην ζωή της εκκλησίας. Η ελευθερία, την οποία ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο, θεμελιώνεται πάνω στο πρόσωπο του Χριστού και όχι πάνω σε «πρέπει» και σε επιτακτικές συμπεριφορές, που αφορούν την πνευματική ζωή.
Εξάλλου, γιατί να πρέπει κάποιος να εκκλησιαστεί την Μ. Εβδομάδα, αν δεν εκφράζει αβίαστα την ανάγκη για συμμετοχή στο θείο πάθος; Κατ’ επέκταση, γιατί να πρέπει να νηστέψει, να προσευχηθεί, να μετανοήσει εάν δεν έχει προηγηθεί η γνωριμία με το πρόσωπο του Χριστού;
Καλύτερα να μείνει εκεί που είναι. Ξέρετε, πρώτα έρχεται η γνωριμία με κάποιο πρόσωπο και κατόπιν ο συσχετισμός μαζί του, η δημιουργία σχέσης. Γιατί να μην συμβαίνει το ίδιο και με το πρόσωπο του Χριστού;
Υπάρχει ένα πολύ όμορφο χωρίο στην Β’ προς Κορινθίους επιστολή. Ο Παύλος λέει εκεί: «Ἕκαστος καθώς προαιρεῖται τῇ καρδία, μή ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β’ Κορ. 9, 6 – 11).
Τί λέει εδώ ο Παύλος; «Ο καθένας ας δίνει ό,τι του λέει η καρδιά του, όχι με λύπη ή αναγκαστικά, διότι ο Θεός αγαπά τον χαρωπό δωρητή».
Ο Θεός δεν θέλει να ενεργεί καταναγκαστικά ο άνθρωπος. Σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Δεν του λέει, τι κάθεσαι, έλα στον ναό την Μ. Εβδομάδα, να προσευχηθείς, να θρηνήσεις για όσα πέρασα, εγώ για σένα σταυρώθηκα.
Αφήνει ελεύθερα τον άνθρωπο να αποφασίσει. Και το «παράδοξο» ποιο είναι; Ο Χριστός αγαπάει τον άνθρωπο, ό,τι κι αν αυτός αποφασίσει. Αυτό που αντέχει ο Χριστός, οι άνθρωποι δεν το αντέχουν∙ την αγάπη. Δεν υπάρχει πιο δύσκολο από την αγάπη!
«Μη ἐξ ἀνάγκης», λοιπόν, και «κατά την προαίρεση της καρδιάς» σημειώνει ο Παύλος. Είναι απίστευτο το υπαρξιακό ταρακούνημα που δέχεται ο άνθρωπος από την αγάπη του Θεού.
Είναι τόσο μεγάλο, που πραγματικά, πρέπει να είσαι αναίσθητος για να μην σε συγκινήσει ο τρόπος με τον οποίος ενεργεί ο Χριστός. Σου λέει, μην κάνεις τίποτε με το ζόρι, μην αναγκάζεις τον εαυτό σου ή επειδή σε αναγκάζουν άλλοι, αλλά ενήργησε σύμφωνα με την προαίρεση που σχηματίζεις μέσα σου.
Αυτό περιμένει ο Χριστός.
Την κίνηση του ανθρώπου.
Φυσικά και θέλει να συσχετιστεί με τον άνθρωπο, μέσα σε μία αναλογική σχέση, όπως θα πει ο Μάξιμος Ομολογητής, μέσα σε μία σχέση ενεργειών.
Είναι δυνατόν ο εραστός Θεός να μην κινείται από «μανικό έρωτα» για τον άνθρωπο; Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι «αὐτός ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος» και «τόν περί ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα» κατά τον Λόγο του Μ. Φωτίου.
Δεν είναι συνήθεια ο εκκλησιασμός, δεν είναι μία υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μου, ενδεχομένως απέναντι στους δικούς μου ανθρώπους.
Δεν εκκλησιάζεσαι για το καλό των ημερών.
Δεν εκκλησιάζεσαι γιατί αποτελεί συνήθεια, επειδή πρέπει να τιμήσουμε τον Χριστό που σταυρώθηκε για εμάς. Αυτό είναι ένας συναισθηματισμός, που τις περισσότερες φορές, έχω την αίσθηση πως απέχει από την οντολογική εμβάθυνση στο γεγονός της μετοχής στο θείο πάθος και την Ανάσταση. Και κάτι περισσότερο ακόμη.
Κάποιες φορές κρύβει μία υποκρισία, καθώς δεν τοποθετούμαι με ειλικρίνεια στη σχέση μου με το πρόσωπο του Χριστού, αλλά «ἐξ ἀνάγκης» που θα πει κι ο Παύλος.
Σε μία τέτοια περίπτωση γιατί να εκκλησιαστεί κάποιος όταν δεν συνδέεται με το πρόσωπο του Χριστού; Για να συσχετιστεί πάλι μαζί Του το επόμενο Πάσχα;
Πιστεύω πως η άσκηση αυτοσυνειδησίας, φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με την αλήθεια των πραγμάτων. Είναι κι αυτό ένα υπαρξιακό ζήτημα, η τοποθέτηση εντός του εαυτού μου, απέναντι στον Χριστό. Η Μ. Εβδομάδα τελικά τί αποτελεί για εμένα;
Νοηματοδοτεί σε βάθος τον εαυτό μου σε σχέση με τα θεία γεγονότα ή απλά δεικνύει ένα συγκινησιακό συναίσθημα;
Εν τέλει, νιώθω την οντολογική προέκταση της ύπαρξης μου στο πρόσωπο του Χριστού ή απλά βιώνω μέσα από τη μοναδικότητα του προσώπου μου τη φόρτιση που προκύπτει από μία συνηθισμένη φολκλορική λειτουργικότητα, αυτή του θείου δράματος ως γεγονός ψυχολογισμού;
Το γεγονός της πίστης είναι εκείνο που με βγάζει από τον ναρκισσισμό μου και με βεβαιώνει πως η σωτηρία πραγματώνεται μέσα στην εκκλησία, όπου ο Τριαδικός Θεός δέχεται τον κάθε άνθρωπο, όποιες προτιμήσεις κι αν έχει, κι εκχέει το έλεος Του προς όλους τους ανθρώπους.
Η πίστη αυτή δεν δίνεται απροϋπόθετα, απευθύνεται όμως προς όλους με απροϋπόθετο τρόπο. Γνωρίζω τον Χριστό, ζω και κινούμαι μέσα σε μία σχέση ελεύθερης εξάρτησης από τον Ίδιο. Μαθαίνω να Τον αγαπώ, μαθαίνω να Τον πιστεύω.
Έτσι, αναπτύσσεται η εμπιστοσύνη σ’ Εκείνον. Η ίδια, λοιπόν, αυτή εμπιστοσύνη, ως παραδοχή της δικής μου ανεπάρκειας και ταύτισης με το θείο θέλημα, με ωθεί να αναζητήσω τρόπους και τόπους.
Να αναζητήσω τον τρόπο φανέρωσης του θείου θελήματος, εν τέλει την αγάπη, δηλαδή τον Θεό, ο οποίος, εν τέλει, δεν σταυρώθηκε για τον Εαυτό Του.
Η πίστη είναι υπόθεση προσωπική. Δεν πιστεύω επειδή πιστεύουν οι άλλοι, επειδή αποτελεί συνήθεια. Κανείς δεν μπορεί να απαιτήσει να πιστέψω. Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, σε μία προσπάθεια του να «προστατεύσει» την πίστη του καθενός, σημειώνει στο τελευταίο του βιβλίο: «Δεν μας ενδιαφέρει να περνάει μέσα από εμάς η πίστη των άλλων…
Το λέγω κατ’ επανάληψη αυτό, διότι, δυστυχώς, υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι στην Εκκλησία που απαιτούν να ελέγχουν την πίστη των άλλων. Θεωρούν ότι, επειδή έγιναν πνευματικοί ή επίσκοποι, πρέπει η πίστη να περνάει μέσα απ’ αυτούς. Δεν πρέπει να γίνεται όμως κάτι τέτοιο. Με τον καθένα από εμάς δημιουργεί προσωπική σχέση ο Θεός».
Το ερώτημα του τίτλου, μεταποιείται στη βάση μιας αλήθειας που αναζητά τον εαυτό της. Θέλει ο άνθρωπος να γνωρίσει το πρόσωπο του Χριστού; Θεωρώ πως η Μ. Εβδομάδα είναι η μεγαλύτερη μυσταγωγική πρόκληση για τον άνθρωπο.
Όχι απαραίτητα για τον πιστό που εκκλησιάζεται συχνά, αλλά για τον άθεο, τον αναζητητή, τον αγνωστικιστή, τον αρνητή, τον απροϋπόθετο, τον αταξινόμητο, τον άσχετο, τον αδέσμευτο. Το φως των κεριών, η θρηνώδης κραυγή, το έρεβος της σταυρικής σκηνής, τα χωμάτινα δάκρυα, οι συντετριμμένες καρδιές, δεν αφορούν τους λίγους. Αφορούν όλους.
Του Ηρακλή Φίλιου – Βαλκανιολόγου, Θεολόγου