Ελευθέριος Ανδρώνης
Ο Νυμφίος καταφθάνει στο κατώφλι των ανθρώπων. Άλλοι τον χλευάζουν, άλλοι τον αγνοούν, άλλοι τον υποδέχονται με λερωμένη ψυχή. Καιρός να καθαρίσουμε το «ένδυμα» μας, για να τον υποδεχθούμε.
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως η φύση μερικές φορές μοιάζει να διαμαρτύρεται και να συστενάζει για την αποστασία του ανθρώπου από τον Θεό και τη μεγάλη πτώση της γενεάς μας.
Από την Κυριακή των Βαΐων σκοτείνιασε ο ουρανός με σύννεφα χώματος, και θαρρεί κανείς πως η Μεγάλη Εβδομάδα ξεκίνησε με λασποβροχές, σα να μας θυμίζει η θεόκτιστη φύση το πόσο βρώμικοι είναι οι χιτώνες των ψυχών μας και πόσο «χωματένιοι» έχουμε καταντήσει σαν κοινωνία.
Πριν 2.000 χρόνια, στην παρηκμασμένη πνευματικά Ιερουσαλήμ, τα πλήθη υποδέχθηκαν τον Χριστό μετά βαΐων και κλάδων, ερμηνεύοντας την παρουσία του με κοσμικό φρόνημα, έχοντας την πλάνη πως καλωσόριζαν τον επίγειο βασιλέα του νέου Ισραήλ.
Στην ξεπεσμένη εποχή μας σήμερα, ο περισσότερος κόσμος δεν κρατά ούτε καν τα βάγια της κοσμικής και εθιμοτυπικής χαράς για τον ερχομό του Θεανθρώπου. Δεν δέχεται τον Χριστό ούτε σαν επίγειο ευεργέτη του.
Δεν στρώνει ενδύματα και δεν ανοίγει δρόμο για να περάσει ο Βασιλεύς της Δόξης. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να τον υποδεχθεί ή ακόμα χειρότερα χτίζει τείχος αδιαφορίας, απιστίας ή και βλασφημίας.
Μοιάζει σαν να εισέρχεται ο Χριστός σήμερα μέσα σε μια λαοθάλασσα από αδίστακτους Γραμματείς και Φαρισαίους που αδημονούν να κραυγάσουν το «Άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» πριν καν περάσει τις πύλες της πόλης τους.
Ή σα να πορεύεται το ταπεινό γαϊδουράκι του Ναζωραίου ανάμεσα σε μια πανστρατιά από σύγχρονους Ρωμαίους στρατιώτες, έτοιμους να χλευάσουν, να μαστιγώσουν, να λογχίσουν, να ξανασταυρώσουν τον σαρκωμένο Θεό Λόγο.
«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» όμως, είτε το θέλει – είτε όχι, ο αφιονισμένος όχλος. Καμία αντίχριστη δύναμη δεν μπορεί να σταματήσει τον ένδοξο ερχομό του, τη σωτηριώδη πορεία του στην Εβδομάδα των Παθών.
Και όσο μεγαλύτερο είναι το αποκορύφωμα της αποστασίας, τόσο πιο δυναμικά Εκείνος αναζητά να νυμφευθεί τις πρόθυμες ψυχές. Πάντα κόντρα στο έρεβος της ασέβειας και της διαφθοράς, καταφθάνει σαν γλυκιά λυτρωτική άνοιξη στις καρδιές των πιστών και των καλοπροαίρετων.
Ο Νυμφίος. Ανατέλλει στο πνευματικό στερέωμα ταπεινός και πονεμένος, άλλα ένδοξος και θριαμβευτής, έτοιμος να σηκώσει το ανείπωτο βάρος της αμαρτίας του κόσμου.
Τα χέρια του είναι προσώρας δεμένα, άλλα αυτό δεν τον εμποδίζει να σπάσει τα δεσμά της ανθρώπινης αδικίας, να σηκώσει στους ώμους του όλα τα κρίματα της ανθρωπότητας, όλα τα βάρη του παρελθόντος, του παρόντος άλλα και του μέλλοντος, έως της συντελείας του αιώνος.
Ο Νυμφίος παραμέρισε για ακόμη μια φορά τα μανιασμένα πλήθη, και εισήλθε στην αποστατημένη μας «Ιερουσαλήμ», για να ανταμώσει την αιώνια νύμφη του, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Με το ακάνθινο στεφάνι, με την πορφυρά χλαμύδα, με το καλάμι στο χέρι, γαμπρός παράδοξος για τα ανθρώπινα μέτρα. Δοξασμένος μέσα από την εξουθένωση του, για λογαριασμό της άφατης αγάπης προς την μητέρα – Εκκλησία. Γαμπρός που στόλισε εκουσίως τον τρισένδοξο γάμο του, με αίμα, με αγκάθι, με μαστίγιο, με Σταυρό.
Τι είδους ένδυμα φορά η ψυχή μας;
«Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ», λέει ο υπέροχος ύμνος της Εκκλησίας, που περιγράφει τόσο γλαφυρά την πτωτική μας φύση, άλλα και τον ιερό πόθο για εξαγνισμό.
Ο Νυμφίος αναζητά καλεσμένους στον ατίμητο γάμο του, και εξετάζει τα εσωτερικά ενδύματα, τις στολές των ψυχών μας.
Ο Φωτοδότης μπορεί να συνταιριάξει μόνο με ψυχές που έχουν λουστεί το αιώνιο φως της Εκκλησίας. Με νηστεία, με μετάνοια, με εξομολόγηση, με Θεία Κοινωνία, έρχεται η οντολογική ένωση του ανθρώπου με τον Θεάνθρωπο. Έτσι γίνεται η ψυχή αγνή και όμορφη σαν στολισμένη νύφη που καρτερεί τον Αγαπημένο της.
Όμως εμείς τι έχουμε να παρουσιάσουμε σήμερα στο Νυμφίο Χριστό σαν έθνος, σαν κοινωνία, σαν προσωπικότητες; Πως τον υποδεχθήκαμε; Στρώσαμε βάγια στις καρδιές μας; Εγκαταλείψαμε το θέλημα μας; Αφήσαμε τους εαυτούς μας στα χέρια του Θεού; Τον δοξάσαμε που μας αξίωσε να ζήσουμε άλλη μία Μεγάλη Εβδομάδα;
Και τι «ένδυμα» φορούμε για να τον υποδεχθούμε; Μήπως είμαστε ρακένδυτοι και φερόμαστε σαν πνευματικοί ζητιάνοι, που ψάχνουν το φως οπουδήποτε αλλού παρά στην πηγή του;
Φοράμε τα καλά μας στην Εκκλησία και τα κοσμικά γλέντια, άλλα μήπως κυκλοφορούμε με λερωμένα κουρέλια στην ψυχή; Μήπως οι φοβίες και οι κοσμικές έγνοιες ξήλωσαν το πνευματικό χιτώνα μας, και μείναμε γυμνοί και απροστάτευτοι;
Ας φορέσουμε τα καλά μας, όχι γιατί «πρέπει», ούτε από το φόβο κάποιας «τιμωρίας», άλλα καθαρά για την αγάπη προς τον Νυμφίο. Τέτοια αγάπη θέλει ο Θεός.
Να την ανταποδώσουμε κατά τα ανθρώπινα μέτρα. Μέσα από τις Ιερές Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, με συγκίνηση, με κατάνυξη, με προσευχή, να ρίξουμε μια καλή ματιά στο εσώτερο ένδυμα μας, να το δοκιμάσουμε δίπλα στην υπέρλαμπρη μορφή του Νυμφίου και να νοιώσουμε εκείνη την ευλογημένη συντριβή που ξεκλειδώνει το μυστήριο της πνευματικής λύτρωσης, του γλυκασμού της ψυχής.