Ὅτι καὶ νὰ συμβαίνει, ὅτι καὶ νὰ γίνεται γύρω μας καὶ μέσα μας, εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ Νυμφίος ὑπάρχει καὶ ἔρχεται. Μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας ποὺ μᾶς περιβάλει , ἔρχεται. «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός».
Ὁ Νυμφίος εἶναι ὁ προσδοκώμενος. Αὐτὸν ζητοῦν οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Γι᾿ αὐτὸν πονοῦν καὶ γι᾿ αὐτὸν κλαῖνε πρὶν καταχωθοῦν ἀπὸ τὰ μπάζα τῶν παθῶν καὶ τῆς πλάνης. Αὐτὸς εἶναι τὸ πᾶν, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος. Αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη κεφαλή, ὁ μόνος ἀρχηγὸς, ὁ μόνος φιλάνθρωπος. Ὅσα φλυαροῦν οἱ βοθρολυμαῖες καὶ λεπιδοφόρες γλῶσσες περὶ πρωτείων καὶ ἀρχηγῶν καὶ πρώτων εἶναι ἀπάτη καὶ ψεῦδος τοῦ διαβόλου.
Εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς τρίτης Εὔας ποὺ βρῆκε ὁ δράκων καὶ φροντίζει μέ τὰ λόγια της νὰ ὑποσκελίσῃ τὸν σύγχρονο ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Εἶναι τὰ λόγια –καὶ τὰ ἔργα- τῶν συγχρόνων γεωργῶν στοὺς ὁποίους ἐμπιστεύτηκε ὁ οἰκοδεσπότης Χριστὸς τὸν ἀμπελώνα του.
Τὸ τέλος τους εἶναι προδιαγεγραμμένο στὸ εὐαγγέλιο τοῦ ὅρθρου τῆς Μ. Δευτέρας ποὺ ἀκούσαμε σήμερα τὸ βράδυ: «Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; λέγουσιν αὐτῷ, Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς».
Τὸ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀκολουθῇ κανεὶς αὐτοὺς τοὺς γεωργοὺς τοῦ θανάτου εἶναι προφανές, ἐκτὸς καὶ ἄν κοιμᾶται, γιατὶ τότε τὸν περιμένει ὁ θάνατος: «Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς».
Αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος ποὺ πρέπει νὰ φοβούμαστε. Ὁ αἰώνιος θάνατος τῆς ψυχῆς. Σήμερα μᾶς φοβερίζουν τὰ ὄργανα τοῦ διαβόλου μὲ τὸν θάνατο τοῦ σώματος γιὰ νὰ φοβηθοῦμε, νὰ δειλιάσουμε καὶ νὰ ντυθοῦμε τὸν φόβο, νὰ βρωμίσουμε τὴν στολὴ τῆς ψυχῆς, νὰ μὴν ἔχουμε ἔνδυμα γάμου καὶ ἐνῷ θὰ βλέπουμε τὸν στολισμένο νυμφώνα τῆς Σωτῆρος δὲν θὰ μποροῦμε νὰ μποῦμε μέσα: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ, λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα, καὶ σῶσόν με».
Δὲν μπορεῖς νὰ μπῇς στὸν νυμφώνα μασκαρεμένος, φοβισμένος καὶ συμβιβασμένος μὲ τὶς μεθοδεῖες τῶν ἐνδόξων τῆς γῆς, οὔτε ὑπακούοντας στοὺς κακούς γεωργούς. Ποιός θὰ δεχθῇ ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ;
Πρέπει νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὄχι τοῦ κάθε πουλημένου, ἀνεπαρκούς ἤ καὶ προδότου, γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι εἴμαστε μαθητές του. «Ὑμᾶς μου τότε Μαθητάς, πάντες γνώσονται, εἰ τὰς ἐμᾶς ἐντολὰς τηρήσητε, φησὶν ὁ Σωτὴρ τοῖς φίλοις πρὸς Πάθος μολών».
Οἱ σειληνοὶ τοῦ κράτους, οἱ ρουφιάνοι, οἱ συμφεροντολόγοι, οἱ καλοπερασάκηδες, οἱ ψοφοδεεῖς, οἱ μασκαράδες, οἱ ταπεινόσχημοι βολεψάκηδες, μποροῦν νὰ εἶναι μαθητὲς τοῦ Κυρίου;
Οἱ ἐξουσιομανεῖς δεσποτικοὶ ἐκδικητικοὶ καὶ ἐμείλικτοι τύποι, ποὺ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς τυρανοῦν καὶ διώκουν τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀδιαφοροῦν γιὰ ὅσους ὁδηγοῦνται στὴν ἀπόγνωσι καὶ τὸν θάνατο μποροῦν νὰ εἶναι μαθητὲς ἤ λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου; Ὅχι. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἔτσι σὲ ἐσᾶς , λέγει Κύριος: «Μὴ ὁμοιοῦσθαι τοῖς ἔθνεσιν ἔλεγες, εἰς τὸ κατάρχειν τῶν ἐλαχιστοτέρων, οὐχ οὕτω γὰρ ἔσται ὑμῖν τοῖς ἐμοῖς Μαθηταῖς».
Ὅποιος θέλει νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν Χριστό θὰ διωχθῇ. Θὰ πιῇ τὸ ποτήρι τοῦ θανάτου. Τὸ ποτήρι τοῦ θανάτου ποὺ πρῶτος ἀπὸ ὅλους θὰ τὸ πιῇ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὅμως αὐτὸ τὸ ποτήρι καὶ αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι ποὺ καθαρίζει τὰ ἁμαρτήματα καὶ χαρίζει ζωὴν αἰώνιο. «Ποτήριον θανάτου ἐπηγγείλω πιεῖν τοῖς φίλοις σου, ὃ ποτήριον πρὸ τούτων, πιεῖν ὁ αὐτὸς ἔλεγες, ἁμαρτημάτων καθαρτήριον».
Ἄν τὸ θελήσωμε, ἄν δῶσει ὁ Θεὸς καὶ δὲν ὑπερηφανευτοῦμε, καὶ δὲν τὴν ἀρπάξουμε, ἄν ἀποφασίσουμε νὰ πιοῦμε τὸ ποτήριον τοῦ θανάτου ποὺ προσφέρει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του δὲν θὰ φοβόμαστε οὔτε Γραμματεῖς, οὔτε Φαρισαίους, οὔτε Πιλάτους, οὔτε τὰ σύγχρονα ἀνδρείκελα τοῦ διαβόλου καὶ τὶς διατυμπανιζόμενες νέες ἐποχὲς, νέες ἐπανεκινήσεις, νέες θεολογίες καὶ ὅλες τὶς ἄλλες μποῦρδες -ἀσθένειες, θεραπεῖες, ἐμβόλια καὶ καρναβάλια, ἀλλὰ καὶ βασανιστήρια καὶ διωγμούς- ποὺ σχεδιάζουν καὶ ἐπιβάλλουν.
Στὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου τῆς Μεγάλης Ἐβδομάδος καὶ τῆς Σταυρώσεως εἶναι ἡ ἀνάστασις καὶ δὲν εἶναι κάτι ποὺ τὸ ψάχνουμε καὶ τὸ πιθανολογοῦμε σὰν τὴν σωτηρία ἀπὸ τὰ ἐμβόλια τῶν φαρμακεμπόρων ἀπατεώνων, ἀλλὰ κάτι ποὺ τὸ γνωρίζει ἡ ἀνθρωπότης τώρα καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια.
Ἄρα, πρὸς τί ἡ ἀνησυχία καὶ τὸ ἄγχος; Δὲν ὑπάρχει λόγος, ἂρκεῖ νὰ τὸ ζήσουμε. Δὲν χρειάζεται νὰ ὑψηλοφρονοῦμε, ἀλλὰ ταπεινὰ νὰ πιοῦμε τὸ ποτήριον ποὺ πίνει ὁ Κύριος, τὸ ποτήριον τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ συνδοξαστοῦμε στὴν βασιλέια του. «Ἀφορῶντες εἰς ἐμέ, εἶπας Κύριε τοῖς σεαυτοῦ Μαθηταῖς, μὴ φρονεῖτε ὑψηλά, ἀλλὰ συναπάχθητε τοῖς ταπεινοῖς, ἐμὸν ὅπερ πίνω, πίετε ποτήριον, ὅτι ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ Πατρός, ἐμοὶ συνδοξασθήσεσθε».
Νὰ μὲ συμπαθᾶτε, εἶναι λίγο κουφό, ἀλλὰ αὐτὰ κατάλαβα, σήμερα στὴν ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου. Φαντάζομαι τί θὰ νοιώθουν οἱ πραγματικοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ποὺ ζοῦν καὶ ἀγωνίζονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του.
Γεώργιος Κ. Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων. Βράδυ Κυριακῆς τῶν Βαΐων 2022