Εἶναι στίχος ποὺ τὸν ἀκοῦμε στὸ προοίμιο τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Νυμφίου κατὰ τὴ Μ. Ἑβδομάδα.
Προτάσσεται πρὶν ἀπὸ τὸ κατανυκτικὸ τροπάριο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται», μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς στίχους (Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός – Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς -Ζῆλος λήψεται λαὸν ἀπαίδευτον καὶ νῦν πῦρ τοὺς ὑπεναντίους ἔδεται) καὶ ὅλοι μαζὶ ἀνήκουν στὴν περίφημη «ᾠδὴ» τοῦ προφήτη Ἡσαΐα.
«Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες αὐτοῖς κακὰ τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς» (Ἡσ. κς΄15).
Σκανδαλιστικὸς ἀκούγεται ὁ στίχος. Εὐχόμαστε λοιπὸν μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ δίνει ὁ Θεὸς κακὰ στοὺς ἐνδόξους, τοὺς κυβερνῆτες τῆς γῆς;
Καὶ πῶς αὐτὸ μπορεῖ νὰ συνάδει μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἐλέους καὶ τῆς συγγνώμης ποὺ κυριαρχεῖ στὴν Ἐκκλησία μας, αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε, ὅταν μάλιστα ἀνέβαινε στὸ Σταυρὸ ὁδηγημένος ἀπὸ τοὺς κακούργους ἐκείνους ἐχθρούς Του;
Πῶς μπορεῖ τὸ «πρόσθες κακὰ τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς» νὰ συμφωνήσει μὲ τὸ «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»; (Λουκ. κγ΄ 34).
Καταρχὰς πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι τὸ «πρόσθες κακὰ» ἀνήκει στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν δηλαδὴ ἀκόμα δὲν εἶχαν ἐκχυθεῖ στὸν κόσμο τὰ ἄπειρα ἐλέη καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ τοῦ ἁγίου Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ἀκριβῶς ἐξεχύθησαν μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀκόμα καὶ οἱ ἁγιότεροι ἐξ αὐτῶν, δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἐννοήσουν τὸ βάθος καὶ πλάτος τῆς θεϊκῆς συγκαταβάσεως, τοῦ ἐλέους καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ μεγάλου Θεοῦ.
Καὶ προκειμένου νὰ διατηρηθεῖ ἀκέραιη καὶ ἀλώβητη ἡ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, προέβαιναν σὲ τέτοιου εἴδους ἀφορισμοὺς ὅσων ἔδειχναν στὴ ζωή τους ἀσέβεια καὶ ἀποστασία.
Ἐδῶ ὅμως τὸ πνεῦμα αὐτὸ ξεπερνιέται ἀπὸ τὸν Ἡσαΐα. Διότι ὁ Προφήτης τοῦ Θεοῦ, προβλέποντας τὸ μέλλον τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν καὶ ἀντιλαμβανόμενος τί ὁ Θεὸς πρόκειται νὰ πράξει σ’ αὐτούς, λέει ἐκ τῶν προτέρων ὅσα πρόκειται νὰ πάθουν οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, οἱ κυβερνῆτες τῶν ἐθνῶν ποὺ εἶναι ἀσεβεῖς καὶ ἄδικοι, πονηροὶ καὶ ἀλαζόνες, καὶ συμπεριφέρονται μὲ σκληρότητα καὶ ἀδικία πρὸς τοὺς ὑπηκόους τους, μὴ ὑπολογίζοντας οὔτε ἀνθρώπινο οὔτε θεῖο δίκαιο.
Ἡ προστακτικὴ συνεπῶς «πρόσθες» δὲν σημαίνει ὅτι ὁ Προφήτης εὔχεται στὸ Θεὸ νὰ τιμωρήσει μὲ ἀλλεπάλληλες συμφορὲς τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς, ἀλλὰ ὅτι δίνει σαφὴ προειδοποίηση, προβλέπει καθαρὰ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς πρόκειται νὰ πράξει.
«Προαγορευτικόν», δηλαδὴ προφητικὸ εἶναι ἐδῶ τὸ «πρόσθες», ἐξηγεῖ ὁ ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν Θεοδώρητος, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Προφήτης «προλέγει τὸν ὄλεθρον τῶν διωκόντων τοὺς εὐσεβεῖς».
Ἀκόμα ὅμως κι ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, θὰ μποροῦσε νὰ ἀντείπει κανείς, γιατί ὁ Θεὸς νὰ στέλνει κακὰ σὲ ὅσους δὲν θέλουν νὰ βαδίζουν σύμφωνα μὲ τὸ νόμο Του;
Στὴν ἐρώτηση αὐτὴ ἀπαντᾶ διεξοδικὰ ὁ Μ. Βασίλειος στὸ λόγο του «Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός».
Ἐκεῖ ὁ μέγας ἱεράρχης, ἀφοῦ ἐξαρχῆς κάνει τὴ διάκριση τοῦ πραγματικοῦ («φύσει») κακοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ θεωρούμενο ἀπὸ ἐμᾶς κακό («τὸ πρὸς τὴν ἡμετέραν αἴσθησιν»), ποὺ εἶναι ὅ,τι μᾶς πονεῖ καὶ μᾶς κάνει νὰ θλιβόμαστε (πόνοι, δυστυχίες, συμφορές, καταστροφές, θάνατος), ἔπειτα ξεκάθαρα λέει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔφτιαξε κακὸ στὸν κόσμο.
Πῶς ἐξάλλου εἶναι δυνατὸν ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ ἔφτιαξε κάτι κακό; «Ὅλως μὴ Θεὸν αἴτιον ἡγοῦ τῆς ὑπάρξεως τοῦ κακοῦ», σὲ καμιὰ περίπτωση μὴ θεωρήσεις τὸν Θεὸ αἴτιο τῆς ὑπάρξεως τοῦ κακοῦ, τονίζει ὁ ἱερὸς Πατήρ.
Τὸ κακὸ ὑπάρχει, ἐξηγεῖ, ἀπὸ τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου, τὴ θέλησή του νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ.
Ἐν τούτοις, κάποτε ὁ Θεὸς παραχωρεῖ νὰ συναντήσουν τὸν ἄνθρωπο αὐτὰ ποὺ θεωροῦμε θλιβερά, καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι συνέπειες τοῦ ὄντως κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας.
Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Θεός, ἐξηγεῖ καὶ πάλι ὁ Μ. Βασίλειος, «πρὸς τὸ συμφέρον», «ἐπὶ διορθώσει τῶν πλημμελημάτων», καθότι ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ «τῆς κακίας τὴν αὔξησιν περικόπτουσι».
Ὁ ἄνθρωπος ταπεινώνεται ἀπὸ τὴν ἑωσφορική του ἀλαζονεία καὶ συστέλλεται, ὁδηγεῖται σὲ ἐπίγνωση καὶ μετάνοια. Συνεπῶς, καταλήγει ὁ ἱερὸς Πατήρ, μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ ὁ Θεὸς ἀναιρεῖ τὸ ὄντως κακό, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία.
Ἐπιπλέον, μὲ τὸ νὰ εἶναι οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καὶ μεγιστάνες, σὲ περίοπτη θέση, γίνονται πρότυπα καὶ ὑποδείγματα ζωῆς ἀπὸ τὸν πολὺ λαό.
Ἂν λοιπὸν αὐτοὶ ἀλαζονεύονται καὶ ἀδικοῦν, καὶ παρὰ ταῦτα μένουν ἀτιμώρητοι, αὐτὸ ὁπωσδήποτε θὰ παρακινήσει πολλοὺς νὰ ἀκολουθήσουν τὸν ἴδιο δρόμο, μὲ τὴν ἰδέα μάλιστα ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένας Θεός, καμιὰ δικαιοσύνη ὑπέρτερη τοῦ δικαίου τοῦ ἰσχυροτέρου, οὐσιαστικὰ δηλαδὴ αὐτοῦ ποὺ ὀνομάζουμε «νόμο τῆς ζούγκλας».
Ὅμως ἔτσι ποῦ θὰ ὁδηγηθεῖ ἡ κοινωνία μας;
Δύο καλὰ συνεπῶς προξενεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὴν παραχώρηση δεινῶν στοὺς ἀσεβεῖς ἰσχυρούς: Πρῶτον, περιστέλλει τὴν ἀσέβειά τους καὶ δεύτερον, καταστέλλει διαθέσεις ἀδικίας καὶ κινήσεις ἀποστασίας ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀκριβῶς μετανοοῦν, ἐπειδὴ βλέπουν καὶ κατανοοῦν πῶς ἐργάζεται ὁ Θεὸς στὸν κόσμο.
Οἱ Χριστιανοί, ζώντας στὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, ἔχουμε χρέος, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιταγὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, νὰ εὐχόμαστε ἀγαθὰ «ὑπὲρ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων» (Α΄ Τιμ. β΄ 2).
Παραλλήλως ὅμως, ὅταν βλέπουμε τὶς συνέπειες τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε καταλαβαίνουμε τί σημαίνει τὸ «πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε» καὶ αὐτὸ μᾶς γίνεται ἀφορμὴ ἀκόμα περισσότερο νὰ εὐλογοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὴν ἄπειρη φιλανθρωπία Του, ἡ ὁποία ὅ,τι ἐπιτρέπει, τὸ ἐπιτρέπει πρὸς τὸ ἀληθινὸ καὶ αἰώνιο συμφέρον μας.
(Ο Σωτήρ, Απρίλιος 2016)