«Μεγάλη Δευτέρα μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσήφ τοῦ παγκάλου». Ο Δίκαιος Ιωςσήφ, που έζησε 1800 χρόνια περίπου προ Χριστού, ήταν γιος του Πατριάρχη Ιακώβ και δισέγγονος του Αβραάμ.
Ο Ιωσήφ υπήρξε αδάμας αρετής, γι᾽ αυτό και ο Ιακώβ τον ξεχώρισε από τα άλλα παιδιά του. Τα αδέλφια του, που τον μισούσαν, σχεδιάζουν το πως θα τον βγάλουν από την μέση.
Αρχικά τον έριξαν σε έναν λάκκο κι έπειτα πήραν την απόφαση να τον πουλήσουν σε κάποιους Ισμαηλίτες που περνούσαν από εκεί.
Έτσι ο Ιωσήφ παζαρεύεται και πουλιέται για 30 νομίσματα στους Ισμαηλίτες και φεύγει για την Αίγυπτο ως δούλος.
Με πόνο ο υμνογράφος μάς καλεί να συμπονέσουμε τον γέροντα Ιακώβ, που θρηνεί τον χαμό του αγαπημένου του παιδιού.
Οι έμποροι εκείνοι που τον αγόρασαν, ήρθαν στην Αίγυπτο και πούλησαν τον Ιωσήφ ως δούλο στον Πετεφρή τον αρχιμάγειρα του Φαραώ. Από την ώρα που ο Ιωσήφ μπήκε στο σπίτι του Πετεφρή «εὐλόγησεν Κύριος τὀν οἶκον τοῦ Αἰγυπτίου διά Ἰωσήφ…».
Ο νεαρός Ιωσήφ δεν ήταν μόνο έξυπνος ώστε να κερδίσει την εύνοια του κυρίου του, ήταν και πολύ ωραίος στην μορφή, κάτι όμως που τον έφερε σε πολύ μεγάλη δοκιμασία. Η γυναίακ του Πετεφρή του ζήτησε να έλθει σε σχέση μαζί της.
Εκείνος όμως τρέχοντας έφυγε, αφήνοντας στα χέρια της κυρίας του τον χιτώνα του και βγήκε έξω γυμνός.
Μετά από αυτό κλείσθηκε στη φυλακή. Ωστόσο κατόρθωσε με την χάρη του Κυρίου, αφού ερμήνευσε δύο όνειρα που είδε ο Φαραώ, να ανέλθει σε μια μεγάλη θέση και να γίνει Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου.
Στην μεγάλη αυτή θέση τον βρήκαν τα αδέλφια του αλλά κι αυτός ο γέροντας πατέρας του. Έτσι «ὁ σώφρων Ἰωσήφ, δίκαιος κράτωρ ὢφθη καί σιτοδότης. Ὦ καλῶν θημωνία», τονίζει ο ιερός υμνογράφος.
Ο σώφρων δηλαδή και σεμνός Ιωσήφ παρουσιάστηκε δίκαιος ηγεμόνας και τροφοδότης του λαού. Πόσο καλή θημωνιά, πόσο ωραίος είναι ο σωρός των καλών έργων.