Ο Μέγας Κανών – Ιωάννου Φουντούλη

Η πέμπτη εβδομάς των Νηστειών είναι το λειτουργικό αποκορύφωμα της Τεσσαρακοστής. Οι ακολουθίες είναι μακρότερες και εκλεκτότερες. Στην συνήθη ακολουθία των λοιπών εβδομάδων θα προστεθούν δύο νέες εκτενείς ακολουθίες˙ την Πέμπτη ο Μέγας Κανών και το Σάββατο ο Ακάθιστος ύμνος.

Κανονικά το αποκορύφωμα αυτό θα έπρεπε να αναζητηθή στην επομένη, στην έκτη εβδομάδα των Νηστειών, που είναι και η τελευταία της περιόδου αυτής. Αλλά όλα στην λατρεία μας έχουν τακτοποιηθή από τους Πατέρας με πολλή μελέτη και περίσκεψι.

Με «διάκρισι», κατά την εκκλησιαστική έκφραση. Μετά από την τελευταία εβδομάδα ακολουθεί η Μεγάλη Εβδομάς, με πυκνές και μακρές ακολουθίες, ανάλογες προς τα μεγάλα εορτολογικά της θέματα.

Μεταξύ αυτής και του αποκορυφώματος της Τεσσαρακοστής έπρεπε να μεσολαβήση μία περίοδος σχετικής αναπαύσεως, μία μικρά ανάπαυλα. Το τόσο λοιπόν ανθρωπίνως αναγκαίο μεσοδιάστημα είναι η τελευταία εβδομάς και την έξαρσι του τέλους βαστάζει η προτελευταία.

Στις δύο θαυμαστές ακολουθίες της πέμπτης εβδομάδος των Νηστειών , τον Μέγα Κανόνα και τον Ακάθιστο ύμνο, θα σταθούμε στην εκπομπή αυτήν και στην επόμενη, που συμπίπτει μάλιστα προς το Σάββατο του Ακαθίστου.

Ο Μέγας Κανών ψάλλεται τμηματικώς στα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α΄ εβδομάδος των Νηστειών και ολόκληρος στην ακολουθία του όρθρου της Πέμπτης της Ε΄ εβδομάδος. Στις ενορίες συνήθως ψάλλεται ανεξαρτήτως από τον όρθρο, έν είδει μικράς αγρυπνίας, το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την ακολουθία του αποδείπνου.

Κατά τον τρόπο αυτόν διευκολύνονται περισσότερο οι χριστιανοί στην παρακολούθησί του. Μπορεί να τον εύρη κανείς μέσα στο λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες της Τεσσαρακοστής, στο Τριώδιο, καθώς και σε μικρά αυτοτελή φυλλάδια.

Η παρακολούθησις του κανόνος αυτού κατά την ώρα της ψαλμωδίας του είναι αρκετά δύσκολη, γιατί τα νοήματα είναι πυκνά και ταχύς ο ρυθμός της ψαλμωδίας του. Για τους λόγους αυτούς τα εγκόλπια αυτά είναι ιδιαιτέρως απαραίτητα για όσους θέλουν να γνωρίσουν καλλίτερα τον ύμνο αυτόν.

Τα κατωτέρω ας αποτελέσουν μία σύντομο εισαγωγή και βοήθεια για την κατανόησί του και μία παρακίνησι για την παρακολούθησι της ψαλμωδίας του εκλεκτού αυτού λειτουργικού κειμένου.

Και πρώτα – πρώτα δύο λόγια για τον ποιητή του. Τον Μέγα Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Μοναχός κατ’ αρχάς στην Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή.

Εκεί παρέμεινε και ανέλαβε διάφορα εκκλησιαστικά υπουργήματα και τέλος ανεδείχθη αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Απέθανε γύρω στο 740 στην Ερεσό της Λέσβου, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη κατά ένα ταξείδι του στην Κωνσταντινούπολη, είτε και εξόριστος εκεί – ήταν υποστηρικτής των αγίων εικόνων.

Στην παραλία της Ερεσού τιμάται μέχρι σήμερα ο τάφος του , μία μεγάλη σαρκοφάγος, που βρίσκεται πίσω από το άγιο βήμα της ερειπωμένης βασιλικής της αγίας Αναστασίας, όπου κατά τους βιογράφους του είχε ταφή.

Ο Ανδρέας ήτο λόγιος κληρικός και υμνογράφος. Η φιλολογική και υμνογραφική του παραγωγή είναι αξιόλογος. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μέγας Κανών. Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της ζωής του, κατά δε την μαρτυρία ενός συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πριν πεθάνη.

Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθινή , ο Μέγας Κανών είναι το κύκνειο άσμα του υμνογράφου μας.

Για να καταλάβωμε την ποιητική του δομή πρέπει να κάμωμε μία μικρή παρέκβασι. Το έργο αυτό ανήκει στο ποιητικό είδος των κανόνων, που κατά πολλούς έχει την αρχή του σ’ αυτόν τον ίδιο τον Ανδρέα.

Είναι δε οι κανόνες ένα σύστημα τροπαρίων, που εγράφοντο για ένα ωρισμένο λειτουργικό σκοπό: Να διακοσμήσουν την ψαλμωδία των εννέα ωδών του Ψαλτηρίου, που εστιχολογούντο στον όρθρο.

Έψαλλαν τις εννέα ωδές και στους τελευταίους στίχους της κάθε μιας παρενέβαλλαν τα τροπάρια, όπως γίνεται μέχρι σήμερα στους ναούς μας κατά την ψαλμωδία του «Κύριε, εκέκραξα» στον εσπερινό και των ψαλμών των αίνων στον όρθρο.

Εννέα ήσαν οι ωδές του Ψαλτηρίου , εννέα και οι ομάδες τροπαρίων που αποτελούσαν τον κανόνα. Όλος ο κανών ψάλλεται σε ένα ήχο.

Κάθε όμως ωδή παρουσιάζει μία μικρή παραλλαγή στην ψαλμωδία κατά τρόπο, που να διατηρήται μεν η μουσική ενότης στον όλο κανόνα, αφού όλος ψάλλεται στον ίδιο ήχο, αλλά και να θραύεται η μονοτονία με τις παραλλαγές στην ψαλμωδία που παρουσιάζει κάθε μία ωδή.

Τον κανόνα αυτόν της συνθέσεως του εκκλησιαστικού αυτού ποιητικού είδους ακολουθεί και ο Μέγας Κανών. Έχει εννέα ωδές ˙ όλες ψάλλονται σε ήχο πλ. β΄, κάθε όμως ωδή έχει τον δικό της «ειρμό», βάσει του οποίου έχουν συνταχθή και ψάλλονται τα τροπάριά της.

Ο Μέγας όμως Κανών στην μορφή του έχει μία χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι, συγκρινόμενος προς τους άλλους ομοίους του κανόνες, είναι «μέγας».

Μέγας στην απόλυτό του έννοια. Μεγαλύτερος δεν μπορούσε να υπάρξη˙ και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσει όχι τρία ή τέσσαρα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: τόσα, όσα είναι και όλοι οι στίχοι των ωδών, ούτως ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχή και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμωδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος ενώ οι συνήθεις κανόνες έχουν γύρω στα 30.

Σήμερα τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνος είναι κατά τριάντα περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι προσέθεσαν τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον Ανδρέα.

Και ερχόμεθα στο περιεχόμενο του Μεγάλου Κανόνος. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας μακρός θρηνητικός μονόλογος. Ο ποιητής της βρίσκεται στο τέλος της ζωής του.

Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια ολίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίσι του δικαίου κριτού, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάμη μία αναδρομή , μία ανασκόπησι του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήση με την ψυχή του.

Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας τον συμπνίγει. Η συνείδησις τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών του πράξεων.

Στον θρήνο αυτόν συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή. Αυτό κυρίως δίδει την μεγάλη έκτασι στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήση τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου.

Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθή όλες τις κακές πράξεις όλων των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των αγίων.

Δεν του μένει παρά η μετάνοια , η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και εδώ ανοίγει η αισιόδοξος προοπτική του ποιητού. Βρήκε την θύρα του Παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάση˙ προσφέρει όμως στον Θεό την συντετριμμένη του καρδία και την πνευματική του πτωχεία.

Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ, του τελώνου, της πόρνης και του ληστού τον ενθαρρύνουν. Ο κριτής θα ευσπλαγχνισθή και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους.

Θα ψαλή μία σειρά δώδεκα τροπαρίων. Από κάθε ωδή πήραμε το πρώτο τροπάριο. Η β΄ και η γ΄ ωδή έχουν από δύο ειρμούς και παίρνομε ένα τροπάριο από τον καθ’ ένα. Στο τέλος θα ψαλή ο ειρμός της θ΄ ωδής «Ασπόρου συλλήψεως». Είναι ένα μικρό δείγμα από τον Μέγα Κανόνα. Θα ψαλούν όλα μαζί για να φανή , άφ’ ενός μεν η σχετική μονοτονία, αλλά και η μουσική ενότης του κανόνος, συγχρόνως όμως και η σχετική ποικιλία, που δημιουργούν οι παραλλαγές των ειρμών της κάθε ωδής.

Ωδή α’ «Πόθεν άρξομαι θρηνείν
τας του αθλίου μου βίου πράξεις;
ποίαν απαρχήν επιθήσω Χριστέ;
την νύν θρηνωδία;
άλλ’ ως εύσπλαγχνός μοι δος
παραπτωμάτων άφεσιν».

Ωδή β΄ «Πρόσεχε, ουρανέ, και λαλήσω˙
γη ενωτίζου φωνής
μετανοούσης Θεώ
και ανυμνούσης αυτόν».

«Ίδετε, ίδετε,
ότι εγώ ειμί Θεός˙
ενωτίζου, ψυχή μου,
του Κυρίου βοώντος
και αποσπάσθητι της πρώτης αμαρτίας
και φοβού ως δικαστήν
και ως κριτήν και Θεόν».

Ωδή γ΄ «Πύρ παρά Κυρίου , ψυχή,
Κύριος επιβρέξας,
την γην Σοδόμων
πρίν κατέφλεξεν».

«Πηγήν ζωής κέκτημαι
σε του θανάτου τον καθαιρέτην
και βοώ σοι εκ καρδίας μου
προ του τέλους˙ Ήμαρτον,
ιλάσθητι, σώσον με».

Ωδή δ’ «Τα έργα σου μη παρίδης,
το πλάσμα σου μη παρόψη, δικαιοκρίτα,
ει και μόνος ήμαρτον ως άνθρωπος
υπέρ πάντα άνθρωπον, φιλάνθρωπε,
άλλ’ έχεις ως Κύριος πάντων την εξουσίαν
αφιέναι αμαρτήματα».

Ωδή ε΄ «Εν νυκτί τον βίον μου διήλθον αεί,
σκότος γαρ γέγονε
και βαθειά μοι αχλύς
η νύξ της αμαρτίας,
άλλ’ ως ημέρας υιόν,
Σωτήρ, ανάδειξόν με».

Ωδή ς’ «Τα δάκρυα, Σωτήρ, των ομμάτων μου
και τους εκ βάθους στεναγμούς
καθαρώς προσφέρω,
βοώσης της καρδίας˙
Ο Θεός, ημάρτηκά σοι,
ιλάσθητί μου».

Ωδή ζ’ «Ημάρτηκα, επλημμέλησα
και ηθέτησα την εντολήν σου,
ότι εν αμαρτίαις προήχθην
και προσέθηκα τοις μώλωψι τραύμα εμοί,
Άλλ’ αυτός με ελέησον ως εύσπλαγχνος,
ο των πατέρων Θεός».

Ωδή η΄ «Ημαρτηκότα, Σωτήρ, ελέησον,
διέγειρόν μου τον νούν
προς επιστροφήν,
δέξαι μετανοούντα,
οικτείρησον βοώντα˙
Ήμαρτόν σοι μόνω,
ηνόμησα, ελέησόν με».

Ωδή θ΄ «Ο νους τετραυμάτισται,
το σώμα μεμαλάκισται,
νοσεί το πνεύμα,
ο λόγος ησθένησεν,
ο βίος νενέκρωται,
το τέλος επί θύραις˙
διό μοι, τάλαινα ψυχή,
τι ποιήσεις, όταν έλθη
ο κριτής ανερευνήσαι τα σά;»

«Ασπόρου συλλήψεως
ο τόκος ανερμήνευτος
μητρός ανάνδρου
άφθορος η κύησις,
Θεού γαρ η γέννησις
καινοποιεί τας φύσεις˙
διο σε πάσαι αι γενεαί,
ως θεόνυμφον μητέρα,
ορθοδόξως μεγαλύνομεν».

Μέσα στο πλαίσιο της κατανυκτικής περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ο «κατανύξεως μεστός» Μέγας Κανών προσφέρει ένα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στο στόμα του πιστού σαν φωνή, σαν εγερτήριο, σαν αφυπνιστικός σεισμός.

Σαν αποστροφή στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του. Τούτο ανακεφαλαιώνει το θαυμαστό προοίμιο του κοντακίου του Ρωμανού του Μελωδού, που συμψάλλεται με τον Μέγαν Κανόνα:

«Ψυχή μου, ψυχή μου,
ανάστα , τι καθεύδεις;
το τέλος εγγίζει
και μέλλεις θορυβείσθαι˙
ανάνηψον ούν,
ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός,
ο πανταχού παρών
και τα πάντα πληρών».
(4 Απριλίου 1970)

(Από το βιβλίο Λογική Λατρεία, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984).

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ