Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου κατέχει ξεχωριστῆ θέση, στὸ λειτουργικὸ ἡμερολόγιο. Δὲν ἀνήκει στὶς σαράντα ἠμέρες τῆς μετάνοιας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς οὔτε καὶ στὶς ὀδυνηρὲς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, αὐτὲς ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Δευτέρα καὶ τελειώνουν τὴ Μεγάλη Παρασκευή.
Μαζὶ μὲ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων συνθέτουν ἕνα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο τῶν γεμάτων πόνο ἡμερῶν ποὺ ἀκολουθοῦν. Δυὸ σημαντικὰ περιστατικὰ συνδέονται μὲ τὴ Βηθανία: ἐκεῖ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησε ὁ Ἰησοῦς τὴν πορεία καὶ ἄνοδό Του πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι ἕνα γεγονὸς πού, ὅπως θὰ δοῦμε, ἔχει ἐξαιρετικὰ μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδῶς μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καὶ παίζει, ὡς πρὸς αὐτή, τὸν ρόλο μιᾶς ἔμπρακτης προφητείας.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Λάζαρός μᾶς παρουσιάζεται στὸ κατῶφλι τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀναστημένος, ὡς προάγγελος τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ θανάτου, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, παραμονὲς τῶν Θεοφανείων, προανήγγειλε τὸν Ἐπιφανέντα Χριστό.
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸν πρωταρχικὸ αὐτὸ χαρακτῆρα της, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἔχει καὶ κάποιες δευτερεύουσες πτυχὲς τὶς ὁποῖες εἶναι χρήσιμο νὰ ἐξετάσουμε:
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἀναγγέλλει τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἡ ὁποία ἔρχεται ὡς συνέπεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου: «Λάζαρον τεθνεῶτα τετραήμερον ἀνέστησας ἐξ Ἅδου, Χριστέ, πρὸ τοῦ σοῦ θανάτου διασείσας τοῦ θανάτου τὸ κράτος καὶ δι’ ἑνὸς προσφιλοῦς τὴν πάντων ἀνθρώπων προμηνύων ἐκ φθορᾶς ἐλευθερίαν».
Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ ἑορτὴ ὄλων τῶν νεκρῶν. Μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιβεβαιώσουμε καὶ νὰ συγκεκριμενοποιήσουμε τὴν πίστη μας στὴν Ἀνάσταση. Ὁ Κύριός μας, τονώνοντας τὸ ἠθικὸ τῆς Μάρθας, μᾶς δίνει σχετικὰ μὲ τοὺς κεκοιμημένους μας μιὰ πολύτιμη διδασκαλία. Εἶπε στὴ Μάρθα: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου».
Ἡ Μάρθα ἀπάντησε: «Γνωρίζω ὅτι ὁ ἀδελφός μου θὰ ἀναστηθεῖ κατὰ τὴ γενικὴ ἀνάσταση τῆς ἐσχάτης ἡμέρας».
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνταπάντησε: «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή». Ἡ πίστη τῆς Μάρθας ἦταν ἀνεπαρκὴς σὲ δυὸ σημεῖα. Προέβαλε στὸ μέλλον, καὶ μόνο στὸ μέλλον, τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ της καί, δεύτερον, δὲν ἀντιλαμβανόταν αὐτὴ τὴν ἀνάσταση παρὰ μόνο σὲ σχέση μὲ ἕνα γενικὸ νόμο.
Ὁ Ἰησοὺς ὅμως τῆς δείχνει ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἔνα γεγονὸς ἤδη παρόν, ἐπειδὴ Αὐτὸς δὲν προξενεῖ ἁπλῶς, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή. Οἱ κεκοιμημένοι μας ζοῦν διὰ καὶ ἐν Χριστῷ.
Ἡ ζωὴ τους συνδέεται μὲ τὴν προσωπικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐκδηλώνεται ἐν αὐτῇ. Ἐὰν θελήσουμε νὰ ἑνωθοῦμε πνευματικὰ μὲ ἕναν κεκοιμημένο ἀδελφό μας ποὺ ἀγαπούσαμε πολύ, δὲν θὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸν ζωντανέψουμε στὴ φαντασία μας, ἀλλὰ θὰ ἔρθουμε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ θὰ τὸν βροῦμε.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου εἶναι μία θαυμάσια ἐπεξήγηση τοῦ Χριστολογικοῦ δόγματος. Μᾶς δείχνει πώς, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐνώνονται χωρὶς νὰ συγχέονται: «Ἀνάστασις καὶ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχων, Χριστέ, ἐν τῷ μνήματι Λαζάρου ἐπέστης, πιστούμενος ἠμὶν τᾶς δυὸ οὐσίας σου…».
Ἀφενός, στὸν Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ λυγίσει μπροστὰ στὴ συγκίνηση καὶ νὰ θλιβεῖ γιὰ τὴν ἀπώλεια ἐνὸς φίλου: «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον δὲ οἱ Ἰουδαῖοι, ἴδε πὼς ἐφίλει αὐτόν». Ἀφετέρου, ὁ Θεός, ἐν Χριστῷ, μπορεῖ νὰ διατάξει τὸν θάνατο ὡς ἔχων ἐξουσία: «Φωνὴ μεγάλη ἐκραύγασε∙ Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκῶς…».
Τέλος, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου παρακινεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ νὰ ἐλπίζει ὅτι, ἀκόμη κι ἂν εἶναι πνευματικὰ νεκρός, μπορεῖ νὰ ξαναζήσει: «Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρὸν τοῖς πάθεσιν, ὡς συμπαθὴς ἐξανάστησον, δέομαι».
Εἶναι κάποιες φορὲς ποὺ μιὰ τέτοια πνευματικὴ ἀνάσταση φαίνεται ἐξίσου ἀδύνατη ὅπως καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου: «Κύριε, ἤδη ὄζει, τεταρταῖος γάρ ἐστι». Ὅλα ὅμως εἶναι δυνατὰ γιὰ τὸν Ἰησοῦ, ἀπὸ τὸ νὰ μεταστρέφει τὸν πιὸ σκληρόκαρδο ἀμαρτωλὸ μέχρι νὰ ἀναστήσει ἕνα νεκρό: «Λέγει ὁ Ἰησοῦς, ἄρατε τὸν λίθον…».
Νὰ λοιπὸν τί θὰ μάθουμε, ἂν πᾶμε τὸ Σάββατο αὐτὸ στὴ Βηθανία, στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου. Ἐμεῖς ὅμως δὲν θέλουμε νὰ συναντήσουμε τὸν Λάζαρο. Θέλουμε νὰ συναντήσουμε στὴ Βηθανία τὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ ξεκινήσουμε μαζί Του τὴ φετινὴ Μεγάλη Ἐβδομάδα.
Μᾶς προσκαλεῖ ὁ Ἴδιος καὶ μᾶς περιμένει. Ἡ Μάρθα ᾖρθε κρυφὰ νὰ πεῖ στὴν ἀδελφή της: «Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σοι». Καὶ ἡ Μαρία «ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς Αὐτόν».
Ὁ Κύριος μὲ καλεῖ. Θέλει κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους Του νὰ μὴν Τὸν ἐγκαταλείψω. Θέλει, αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς μέρες, νὰ ἀποκαλυφθεῖ σὲ μένα -ποὺ μπορεῖ ἤδη νὰ «ὄζω»- μ’ ἕναν τρόπο καινούργιο καὶ ὑπέροχο. Κύριε, ἔρχομαι.
Lev Gillet, «Πασχαλινὴ κατάνυξη», ἐκδ. Ἀκρίτας