Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου
Η Νηστεία εἶναι θεσμὸς πανάρχαιος καὶ θεόσδοτος. Τὴ νομοθέτησε ἤδη στὸν παράδεισο ὁ Θεός, ὅταν ἀπαγόρευσε στοὺς πρωτοπλάστους νὰ φᾶνε «ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ» (Γεν. 2:17). Τὴν ὅρισε στὴ συνέχεια ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος. Τὴν ἐπικύρωσε ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς τόσο μὲ τὸ λόγο Τοῦ ὅσο καὶ μὲ τὸ παράδειγμά Του, ὅταν νήστεψε «σαράντα μέρες καὶ σαράντα νύχτες» (Ματθ. 4:2). Τὴν τήρησαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Τὴ θεσμοθέτησε ἡ Ἐκκλησία.
Κάθε χριστιανὸς λοιπὸν ὀφείλει νὰ τηρεῖ τὶς «διατεταγμένες» νηστεῖες, ὑπακούοντας μὲ ταπείνωση στὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του. Αὐτὴ ἡ ὑπακοή, βέβαια, δὲν εἶναι ἄλογη οὔτε ἀνώφελη.
Γιατί μὲ τὴ νηστεία ἰσχυροποιεῖται ἡ θέληση, δουλαγωγεῖται τὸ σῶμα, καθαρίζεται ὁ νοῦς, μαλακώνει ἡ καρδιά, καταστέλλονται οἱ σαρκικὲς ὁρμές, θεραπεύεται ἡ ψυχή κοντολογίς, «πᾶν καλὸν καὶ ἀγαθὸν διὰ τῆς νηστείας κατορθούται καὶ τελειούται» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς).
Πολλοί, ὡστόσο, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τηροῦν τὶς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες.
Ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, στοὺς δυὸ λόγους τοῦ «Περὶ νηστείας», ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων ἀκολουθοῦν σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση, ἐξετάζοντας ἱστορικὰ καὶ θεολογικὰ τὸ θεσμό, ὁρίζει ὡς ἀληθινὴ νηστεία τόσο τὴν ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένες τροφὲς ὅσο καὶ τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὴν κακία.
Γενικὰ συστήνει τὴν καθολικὴ ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀσκητικὴ τοποθέτηση ἀπέναντι στὰ ὑλικὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, τοποθέτηση ποὺ ἀποτρέπει τὴν ὑποδούλωση τοῦ χριστιανοῦ στὰ κτιστὰ καὶ ἐπιτρέπει τὴν ἐλεύθερη καὶ σωτήρια ὑποταγὴ τοῦ στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Κτίστη.