Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί·
Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.
Ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες πέντε ἑβδομάδες, ἀκούγεται κάθε Παρασκευὴ στὶς Ἐκκλησίες ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Ὁ Ὕμνος αὐτός, ποῦ ἀπὸ ποιητικῆς καὶ μελῳδικῆς πλευρᾶς θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερούς της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔχει ἰδιαίτερη σημασία τόσο γιὰ τὴν Θρησκεία, ὅσο καὶ γιὰ τὸ Ἔθνος.
Μὲ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου ἐκδηλώνονται εὐχαριστίες καὶ ἐγκώμια στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἀποτελεῖται, κατὰ βάση, ἀπὸ τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο καὶ τὸν Κανόνα τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου, πλαισιωμένα μὲ ψαλμούς, ἀπολυτίκια καὶ εὐχές.
Καὶ τὰ δυὸ χαρακτηρίζονται ὡς ἀριστουργήματα τῆς Βυζαντινῆς ὑμνολογίας , ποὺ ἐξαίρουν τὸ ἔργο καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μὲ θεολογικὸ βάθος, κομψότητα λόγου, μουσικὸ κάλλος, ἁγιοπνευματικῆ ἔμπνευση.
ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξαριστή, ὁ Ὕμνος δημιουργήθηκε τὸ 626, μετὰ τὴ σωτηρία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Περσῶν, ὁπότε καὶ ἐψάλει γιὰ πρώτη φορά.
Κατὰ τὸ ἔτος 626 ἡ Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ Ἀβάρους. Ὁ βασιλέας Ἡράκλειος ἀπουσίαζε στὴ Μικρὰ Ἀσία σὲ πόλεμο κατὰ τῶν Περσῶν.
Τότε ὁ φρούραρχος Βῶνος μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη Σέργιο ἀνέλαβαν τὴν ὑπεράσπιση τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Πατριάρχης περιέτρεχε τὴ πόλη μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βλαχερνίτισσας καὶ ἐνεθάρρυνε τὰ πλήθη καὶ τοὺς μαχητές.
Ξαφνικὰ ἔγινε φοβερὸς ἀνεμοστρόβιλος ποὺ δημιούργησε τρικυμία καὶ κατέστρεψε τὸν ἐχθρικὸ στόλο καὶ τὴ νύκτα τῆς 7ης πρὸς τὴν 8η Αὐγούστου, ἀναγκάσθηκαν νὰ φύγουν ἄπρακτοι.
Ὁ λαὸς πανηγυρίζοντας τὴ σωτηρία του, συγκεντρώθηκε στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καὶ ὅλοι ὄρθιοι ἔψαλλαν τὸν ἀπὸ τότε λεγόμενο «Ἀκάθιστο Ὕμνο» στὴν Παναγία, ἀποδίδοντας τὰ «νικητήρια» καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὴν «Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια».
Γιὰ νὰ ψαλθεῖ ὅμως τότε θὰ πρέπει νὰ εἶχε συντεθεῖ νωρίτερα, καθὼς δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει αὐτὸ σὲ μιὰ νύχτα. Κάποιοι μελετητὲς ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ὕμνος ἔπρεπε νὰ προϋπῆρχε στὴ λειτουργικὴ πράξη, καὶ νὰ ψάλθηκε τότε «ὀρθοστάδην», ἀπὸ μεγίστη ἀφοσίωση πρὸς ἐγκωμιασμὸ τῆς Θεοτόκου.
Καὶ προκρίθηκε αὐτὸς ὁ ὕμνος ἀπὸ κάποιον ἄλλον ἐνδεχομένως, ἐπειδὴ θὰ ἦταν κιόλας καθιερωμένος στὴν Ἀγρυπνία τῆς 15ης Αὐγούστου στὴ Βλαχέρνα, καὶ ἐπειδὴ τὸ περιεχόμενό του, μὲ χαρακτῆρα διηγηματικό, δογματικό, καὶ δοξολογικὸ – ἐγκωμιαστικὸ προσφερόταν γιὰ τὴ διάσωση καὶ τὴ λύτρωση τῆς Πόλης ἀπὸ τὴ δεινὴ περίσταση.
Ὁ ὕμνος ἀναφέρεται σὲ ὅλο τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο εἶναι βασικὸς παράγοντας ἡ Θεοτόκος. Ἔτσι, ὁ μαριολογικὸς καὶ ὁ χριστολογικὸς χαρακτῆρας του εἶναι φανερός.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ YΜΝΟΥ
Ἡ ὀνομασία Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀποδόθηκε στὸν Ὕμνο ὀφείλεται στὸ ὅτι «ὀρθοστάδην τότε πᾶς ὁ λαὸς κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην τὸν ὕμνον τῇ τοῦ Λόγου Μητρὶ ἔμελψαν καὶ ὅτι πᾶσι τοῖς ἄλλοις οἴκοις καθῆσθαι ἐξ ἔθους ἔχοντες, ἐν τοῖς παροῦσι τῆς θεομήτορος ὀρθοὶ πάντες ἀκροώμεθα». Αὐτὰ γράφει τὸ Συναξάριο, καὶ ἐντοπίζει «τὴν νύκτα ἐκείνη» τὸ καλοκαῖρι τοῦ 626.
Ἐπίσης, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκε ὁ ὕμνος οἱ πιστοὶ σὲ κάθε εὐκαιρία καὶ ἀφορμή, τὸν ἔψαλαν ὄρθιοι καὶ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ συνδέθηκε μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ ὁποίου τὴν ἀκολουθία τὸ ἐκκλησίασμα παρακολουθοῦσε ὄρθιο.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ
Ὁ Κανόνας τοῦ Ἀκάθιστου εἶναι ἔργο τῶν Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (οἱ εἱρμοί) καὶ Ἰωσὴφ Ξένου τοῦ Ὑμνογράφου (τὰ τροπάρια) . Πηγὲς τοῦ Ὕμνου εἶναι ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐνῷ ὁ συνθέτης, ὁ χρόνος καὶ ἡ αἰτία τῆς σύνθεσης τοῦ Ὕμνου, παραμένουν ἀκόμα ἀνεξακρίβωτα ἀπὸ τοὺς μελετητές.
Ἕνα εἶναι τὸ ἀδιαμφισβήτητο στοιχεῖο, πού μᾶς δίνουν οἱ σχετικές πηγές, ὅτι ὁ ὕμνος ἐψάλλετο ὡς εὐχαριστήριος ᾠδὴ πρὸς τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγὸ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Ὁ «Κανόνας» (τὰ Τροπάρια τῶν Χαιρετισμῶν), μὲ ἐννέα ᾠδὲς , οἱ εἱρμοὶ τῶν ὁποίων εἶναι:
α) Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ πληρωθήσεται πνεύματος,
γ) Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε,
δ) Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ ἐπὶ θρόνου θεότητος,
ε) Ἐξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θεία δόξη σου,
στ) Τὴν θείαν ταύτην καὶ πάντιμον,
ζ) Οὐκ ἐλάτρευσαν, τὴ κτίσει οἱ θεόφρονες,
ἡ) Παίδας εὐαγεῖς ἐν τὴ καμίνω,
θ) Ἅπας γηγενής, σκιρτάτω τῷ πνεύματι,
Ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος»: περιλαμβάνει τὸ Ἀπολυτίκιο «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβῶν ἐν γνώσει» , τὸ Κοντάκιο «Τῇ Ὑπερμάχω Στρατηγῶ τὰ νικητήρια» , τοὺς 24 Οἴκους (στροφές) σὲ ἀλφαβητικὴ ἀκροστιχίδα (Α – Ω) καὶ δυὸ Ἐφύμνια (ἡ τελευταία φράση τοῦ ὕμνου ποὺ ἐπαναλαμβάνει ὁ λαός) τὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» καὶ τὸ «Ἀλληλούϊα».
Ἰδιαίτερη εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ξεχωριστὸς ὁ σεβασμός, μὲ τὸν ὁποῖο τὸ σύνολο τῶν πιστῶν περιβάλλει τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου.
Ἀγάπη καὶ σεβασμὸς ποὺ πηγάζουν καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸ πρόσωπο πρὸς τὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ Ἀκολουθία, ἀπὸ τὴν ἐκφραστικότητα καὶ τὸν πλοῦτο τῶν κειμένων, ἀπὸ τὸ μελῳδικὸ ἔνδυμα τῶν λόγων.
Ἀγάπη καὶ σεβασμὸς ποὺ ἐκδηλώνονται μὲ τὴν εὐλαβῆ παρουσία καὶ ἐνεργὸ συμμετοχὴ στὴν Ἀκολουθία τῶν «πιστῶς προσκυνούντων καὶ δοξαζόντων» Χριστιανῶν, τὰ ἀπογεύματα τῆς Παρασκευῆς καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνα ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, γραμμένο πάνω στοὺς κανόνες τῆς ὁμοτονίας, ἰσοσυλλαβίας καὶ μερικῶς τῆς ὁμοιοκαταληξίας.
Ἡ γλῶσσα τοῦ ὕμνου εἶναι σοβαρὴ καὶ ρέουσα, γεμάτη ἀπὸ κοσμητικὰ ἐπίθετα καὶ πολλὰ σχήματα. Ἔτσι ἡ ἐξωτερική του μορφὴ παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία καὶ ὡραιότητα, ποὺ συναγωνίζεται τὸ βαθύ του περιεχόμενο.
Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὸν πλοῦτο τοῦ λόγου, τὴν ὕπαρξη σχημάτων, τὴν ποιητικότητα ὁρισμένων στίχων καὶ προπαντὸς τὸ ὑψηλὸ περιεχόμενο τοῦ ὕμνου, ποὺ ἐξυμνεῖ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Εἶναι ἀλλεπάλληλες οἱ ἐκφράσεις χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως καὶ λυτρώσεως ποὺ δίνουν ἐνθουσιαστικὸ τόνο στὸν ὕμνο.
Τὸ γεγονὸς δὲ ὅτι ἀπ’ ὅλα τὰ κοντάκια μόνο αὐτὸ εἶναι σήμερα σὲ χρήση στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας δείχνει τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐντύπωση ποὺ ἔκανε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ κάνει στοὺς πιστούς μέχρι σήμερα.