Όταν ήταν Μεγάλη Σαρακοστή νηστεύαμε αυστηρά. Παρ’ όλη την κοπιαστική δουλειά, περιμέναμε πότε θα έρθει του Ευαγγελισμού και των Βαΐων, για να φάμε λίγο τηγανιτό μπακαλιάρο παστό, πού μας φαινότανε νόστιμος σαν παστέλι, ή λίγες φρέσκες σαρδέλες, το μόνο ψάρι πού έφτανε στο χωριό από τη θάλασσα κι αυτό σπάνια.
Η μητέρα μου για να με δοκιμάσει αν νηστεύω με την καρδιά μου, μου έλεγε καμιά φορά κατά τη διάρκεια της σαρακοστής:
– Παιδί μου Ιάκωβε, είσαι τόσο αδύνατος! Φάε ένα αυγουλάκι να δυναμώσεις.
– Αν φάω μητέρα αυγό της απαντούσα, δεν θα καταλάβω Ανάσταση. Εγώ θέλω να φάω το πασχαλινό αυγό για να καταλάβω Πάσχα.
Και όταν τελείωνε η Σαρακοστή κι ερχόταν το Πάσχα, μετά την Ανάσταση δεν έτρωγα αμέσως το αυγό, αλλά το έπαιρνα κι έβγαινα από το χωριό, έξω στο ύπαιθρο, στην εξοχή, όπου μέσα στις ερημικές λαγκαδιές έψαλλα το ” Χριστός Ανέστη” και τ΄αναστάσιμα τροπάρια μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου, με πόθο και κατάνυξη, ώσπου έφθανε σχεδόν μεσημέρι.
Τότε καθόμουν και έτρωγα το πασχαλινό αυγό και μου φαινόταν ότι μοσχοβολούσε.
Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης