Β Χαιρετισμοί.

Ακάθιστος Ύμνος – Β’ Στάσις

Ἤκουσαν oἱ ποιμένες,
τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων,
τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν·
καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα,
θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον,
ἐν γαστρὶ τῆς Μαρίας βοσκηθέντα,
ἥν ὑμνοῦντες εἶπον·

Χαῖρε, Ἀμνοῦ καὶ Ποιμένος Μῆτερ,
χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον,
χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ,
χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα,
χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.
Χαῖρε, στερρὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα,
χαῖρε, λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα.
Χαῖρε, δι’ ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης,
χαῖρε, δι’ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε

Θεοδρόμον ἀστέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ·
καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν,
δι’ αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα,
καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον,
ἐχάρησαν αὐτῷ βοῶντες·
Ἀλληλούια

Ἴδον παῖδες Χαλδαίων,
ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου,
τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους·
καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν,
εἰ καὶ δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι,
καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·

Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ,
χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα,
χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς,
χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χαῖρε, ἢ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων.
Χαῖρε πυρὸς προσκύνησιν παύσασα,
χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης,
χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε

Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες οἱ Μάγοι,
ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα,
ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν,
καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν,
ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη,
μὴ εἰδότα ψάλλειν·
Ἀλληλούια

Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ,
φωτισμὸν ἀληθείας ἐδίωξας,
τοῦ ψεύδους τὸ σκότος·
τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ,
μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχὺν πέπτωκεν,
οἱ τούτων δὲ ρυσθέντες,
ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·

Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων,
χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαῖρε, τὴν ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα,
χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὴν δόξαν ἐλεγξασα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν,
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωὴν.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει,
χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάνα διάδοχε,
χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας,
χαῖρε, ἐξ ἧς ρέει μέλι καὶ γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε

Μέλλοντος Συμεῶνος,
τοῦ παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος,
ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ,
ἀλλ’ ἐγνώσθης τούτω καὶ Θεὸς τέλειος·
διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄρρητον σοφίαν,
κράζων·
Ἀλληλούια

Ας δούμε, όμως, ποια είναι η ερμηνεία της Β’ Στάσης των Χαιρετισμών της Παναγίας.

Ηκουσαν οι ποιμένες των Αγγέλων υμνούντων, την ένσαρκον Χριστού παρουσίαν. Και δραμόντες ως προς ποιμένα, θεωρούσι τούτον ως αμνόν άμωμον, εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα, ην υμνούντες είπον.

‘Οταν οι ποιμένες άκουσαν τούς αγγέλους να υμνούν την παρουσία του Χριστού ανάμεσα στους ανθρώπου ως ανθρώπου έτρεξαν στο σπήλαιο να τον δουν. Περίμεναν να δουν ποιμένα και απεναντίας τον είδαν σαν άμωμο αρνί που είχε βοσκήσει και θραφεί μέσα στην κοιλιά της Μαρίας. Και τότε έκθαμβοι της είπαν

Χαίρε, Αμνού και Ποιμένος μήτηρ. Χαίρε, αυλή λογικών προβάτων.

Η Παναγία είναι μητέρα του ποιμένος όλων των ανθρώπων και του αμνού του θεού. Είναι ακόμα η μάνδρα των λογικών προβάτων, εκείνη δηλαδή που κλείνει στην αγκαλιά της όλους τους πιστούς.

Χαίρε, αοράτων εχθρών αμυντήριον. Χαίρε, παραδείσου θυρών ανοικτήριον.

Ασπίδα μας εναντίον των αοράτων εχθρών και εναντίων των δαιμόνων είσαι Παναγία μας. Και κλειδί που μας άνοιξες πάλι τις πόρτες του παραδείσου.

Χαίρε, ότι τα ουράνια συναγάλλεται τη γη. Χαίρε, ότι τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς.

Χάρη σε σένα ευφραίνονται μαζί ουρανός και γη, κι όλα τα κτίσματα ενωμένα δοξάζουν τον Κύριο.

Χαίρε, των Αποστόλων το ασίγητον στόμα. Χαίρε, των Αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος.

Οι απόστολοι σε είχαν για ασίγητο στόμα τους, και από σένα έπαιρναν το υπερφυσικό τους θάρρος και δύναμη οι μάρτυρες

Χαίρε, στερρόν της πίστεως έρεισμα. Χαίρε, λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα.

Χαίρε στήριγμα ασάλευτο της πίστεως. Χαίρε λαμπρό αποτέλεσμα της Θείας χάριτος.

Χαίρε, δι’ ης εγυμνώθη ο άδης. Χαίρε, δι’ ης ενεδύθημεν δόξαν.

Εξ’αιτίας σου γυμνώθηκε από την δύναμή του ο θάνατος κι εμείς φορέσαμε τη δόξα.

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε

Θεοδρόμον αστέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τη τούτου ηκολούθησαν αίγλη. Και ως λύχνον κρατούντες αυτόν, δι’ αυτού ηρεύνων κραταιόν άνακτα. Και φθάσαντες τον άφθαστον, εχάρησαν αυτώ βοώντες. Αλληλούια
 
Οι μάγοι είδαν τον αστέρα, που είχε ανάψει ο Θεός στον ουρανό και τον ακολούθησαν. Το άστρο αυτό ήταν σαν λυχνάρι, που κρατώντας το στα χέρια, έψαχναν στο φως του για τον βασιλέα του παντός. Έφθασαν έτσι μπροστά στον άφθαστο εις δόξαν και χάρηκαν και του φώναξαν Αλληλουία

Ιδον παίδες Χαλδαίων, εν χερσί της Παρθένου, τον πλάσαντα χειρί τους ανθρώπους. Και δεσπότην νοούντες αυτόν, ει και δούλου έλαβε μορφήν, έσπευσαν τοις δώροις θεραπεύσαι, και βοήσαι τη ευλογημένη.

Οι μάγοι, που είχαν έλθει από τη μακρινή Χαλδαία, είδαν στα χέρια της Παρθένου αυτόν που τα χέρια Του έπλασαν τους ανθρώπους. Τον είδαν Κύριο του παντός, παρ’ όλο ότι είχε πάρει μορφή δούλου, μορφή ανθρώπινη, κι έσπευσαν να του προσφέρουν τα δώρα τους σαν σε Βασιλέα και να φωνάξουν στην ευλογημένη μητέρα Του τα εξής.

Χαίρε, αστέρος αδύτου μήτηρ. Χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας.

Χαίρε, συ που γέννησες τον αστέρα που δεν δύει ποτέ. Χαίρε, αυγή μιας καινούργιας ημέρας με φως μυστικό, θείο, πνευματικό.

Χαίρε, της απάτης την κάμινον σβέσασα. Χαίρε, της Τριάδος τους μύστας φωτίζουσα.

Έσβησες Κόρη του Θεού την κολασμένη φωτιά της αμαρτωλής γνώσεως, και φωτίζεις τους μύστες της Αγίας Τριάδος.

Χαίρε, τύραννον απάνθρωπον εκβάλουσα της αρχής. Χαίρε, Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν.

Γκρέμισες ακόμα από τον θρόνο του τον τύραννο διάβολο, και μας φανέρωσες τον φιλάνθρωπο Κύριο.

Χαίρε, η της βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας. Χαίρε, η του βορβόρου ρυομένη των έργων.

Μας λυτρώνεις από τη θρησκεία των ειδώλων, μας σώζεις από τη λάσπη των κακών έργων.

Χαίρε, πυρός προσκύνησιν παύσασα. Χαίρε, φλογός παθών απαλλάττουσα.

Έβαλες τέλος στην προσκύνηση του πυρός, που λάτρευαν οι αρχαίοι λαοί και μας απάλλαξες από την φλόγα των παθών.

Χαίρε, πιστών οδηγέ σωφροσύνης. Χαίρε, πασών γενεών ευφροσύνη.

Είσαι οδηγός σωφροσύνης για τους πιστούς. Είσαι η ευφροσύνη όλων των γεννεών.

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε

Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οι Μάγοι, υπέστρεψαν εις την Βαβυλώνα, εκτελέσαντές σου τον χρησμόν, και κηρύξαντές σε τον Χριστόν άπασιν, αφέντες τον Ηρώδην ως ληρώδη, μη ειδότα ψάλλειν Αλληλούια

Έγιναν οι μάγοι κήρυκες θεοφόροι και γύρισαν στη Βαβυλώνα, αφού συμμορφώθηκαν με το πρόσταγμα του Αγγέλου να μην περάσουν από τα Ιεροσόλυμα όπου τους περίμενε ο Ηρώδης για να μάθει από το στόμα τους που είχε γεννηθεί, ο Χριστός. Γύρισαν στην πατρίδα τους και κήρυξαν σε όλους τον Χριστό, αφήνοντας στα παραμιλητά του τον Ηρώδη, που δεν ήξερε να ψάλλει Αλληλουία

Λάμψας εν τη Αιγύπτω, φωτισμόν αληθείας, εδίωξας του ψεύδους το σκότος. Τα γαρ είδωλα ταύτης Σωτήρ, μη ενέγκαντά σου την ισχύν πέπτωκεν, οι τούτων δε ρυσθέντες, εβόων προς την Θεοτόκον.

Όταν ο Ιωσήφ και η Παναγία πήραν τον Χριστό κι έφυγαν στην Αίγυπτο για να γλυτώσουν το Θείο Βρέφος από τη μανία του Ηρώδη, έλαμψε σ’ εκείνη τη χώρα το φως της αληθείας. Και τα είδωλά της, μην αντέχοντας την παρουσία του Σωτήρος, γκρεμνίσθηκαν μόνα τους. Κι όσοι σώθηκαν απ’ αυτά, φώναξαν στην Θεοτόκο:

Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων. Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων.

Χαίρε συ που είσαι η ανόρθωση και η σωτηρία των ανθρώπων. Χαίρε συ που είσαι το γκρέμισμα των δαιμόνων.

Χαίρε, της απάτης την πλάνην πατήσασα. Χαίρε, των ειδώλων τον δόλον ελέγξασα.

Πάτησες και συνέτριψες την πλάνη και την απάτη. Απέδειξες τη δολερότητα των ειδώλων.

Χαίρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν. Χαίρε, πέτρα η ποτίσασα τους διψώντας την ζωήν.

Όπως η ερυθρά θάλασσα, κατά την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο, σκέπασε με τα κύματά της τον Φαραώ, που τους κατεδίωκε, έτσι και συ κατεπόντισες σαν άλλη θάλασσα τον νοητό Φαραώ, δηλαδή τον διάβολο και τα στρατεύματά του. Κι όπως ο βράχος στην έρημο, που τον χτύπησε ο Μωυσής με το ραβδί του, ανάβρυσε νερό, έτσι κι εσύ σαν άλλους Ισραηλίτες ξεδιψάς όσους διψούν την αληθινή ζωή, μέσα στην πνευματική έρημο του κόσμου.

Χαίρε, πύρινε στύλε οδηγών τους εν σκότει. Χαίρε, σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.

Όπως η πύρινη στήλη οδηγούσε τη νύχτα τους Εβραίους στην έρημο, έτσι κι εσύ μας οδηγείς μέσα στα πνευματικά σκοτάδια. Κι όπως η φωτεινή νεφέλη τους σκέπαζε την ημέρα, έτσι κι εσύ σκεπάζεις τον κόσμο, πλατύτερη από νεφέλη.

Χαίρε, τροφή του μάννα διάδοχε. Χαίρε, τρυφής αγίας διάκονε.

Είσαι η τροφή που διαδέχθηκε το μάννα και η διάκονος των αγίων απολαύσεων.

Χαίρε, η γη της επαγγελίας. Χαίρε, εξ ης ρέει μέλι και γάλα.

Όπως η γη της επαγγελίας ήταν το ωραίο τέρμα της πορείας του Ισραήλ έτσι είσαι και συ για μας η γη που μας υποσχέθηκε ο θεός από την οποία ρέει η χαρά και η ειρήνη.

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε

Μέλλοντος Συμεώνος, του παρόντος αιώνος, μεθίστασθαι του απατεώνος, επεδόθης ως βρέφος αυτώ, αλλ’ εγνώσθης τούτω και Θεός τέλειος. Διόπερ εξεπλάγη σου την άρρητον σοφίαν κράζων Αλληλούια

Όταν επρόκειτο ο βαθύγερος Συμεών να φύγει από αυτόν τον απατηλό κόσμο αξιώθηκε να δεχθεί στις αγκάλες του τον Θεό ως βρέφος.Και γεμάτος έκπληξη για την ανείπωτη σοφία του θεού αναφώνησε Αλληλούια

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ