«Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ»
Στὴν σημερινὴ ὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τίθεται τὸ θέμα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἕνας πατέρας πλησιάζει τὸν Ἰησοῦ καὶ Τοῦ παρουσιάζει τὸν υἱό του, ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ κρίσεις καὶ δαιμονικὴ ἐπιρροή. Ὁ πατέρας αὐτὸς τόσα χρόνια ἔχει σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο νὰ φροντίζει τὸ ἄρρωστο παιδί του, καὶ πιθανῶς μπροστὰ στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπεγνωσμένη ὕστατη ἐλπίδα, προσεγγίσει τὸν Χριστό.
«Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ», ἀποκρίνεται στὸν Ἰησοῦ. Διατηρεῖ ὁ πατέρας κάποια ἀδιόρατη ἐλπίδα, ὅμως ἡ πίστη του εἶναι χαμηλή. Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει τὸ παιδί, ὅμως ἡ θαυματουργὸς αὐτὴ ἴαση ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο παρεπόμενο ἀποτέλεσμα. Στὴν καρδιὰ τοῦ πατέρα συντελεῖται τὸ θαῦμα τῆς πίστεως. Ἡ ἴαση τοῦ παιδιοῦ λειτουργεῖ θετικὰ ὡς σημεῖο ἐνισχυτικὸ τῆς πίστεως τοῦ πατέρα.
Ὁ Χριστὸς διακρίνει τὴν ἀπιστία τοῦ πατέρα καὶ γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ λέγει ὅτι «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μᾶρκ. θ´ 23). Ὁ Κύριος ἐπιτιμᾶ τὴν ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων («ὢ γενεὰ ἄπιστος… ἕως πότε ἀνέξωμαι ὑμῶν») ἀλλὰ ἐνθαρρύνει τὴν ἐκδήλωση τῆς πίστεως.
Τὸ πρόβλημα τῆς γενεᾶς τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων σήμερα εἶναι ἡ ἀπιστία. Οἱ ἀμφιβολίες, ἡ χαμηλὴ πίστη, ἡ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὴν παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ, βασανίζουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἐμποδίζουν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδα καὶ νὰ ἀναζητήσουν τὴν μοναδικὴ λύση ἐμπιστευόμενοι τὸν Χριστό.
Πολλὲς φορὲς ὁ δρόμος γιὰ τὴν πίστη περνάει ἀναγκαστικὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία καὶ μόνον ὅταν τὰ προβλήματα καὶ οἱ θλίψεις μᾶς βαρύνουν, τότε στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει συντελεσθεῖ ἡ κατάλληλη πνευματικὴ προεργασία, ποὺ τὴν καθιστᾶ δεκτικὴ στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἕτοιμη νὰ πιστεύσει.
Μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀμφιβολίας καὶ ὀλιγοπιστίας καὶ νὰ ἀποκτήσουμε θερμὴ πίστη, ὅταν, ὅπως ὁ πατέρας τοῦ δαιμονιζομένου παιδιοῦ, ζητήσουμε μὲ ταπείνωση νὰ μᾶς βοηθήσει στὶς στιγμὲς τῆς ὀλιγοπιστίας, καὶ νὰ προσευχηθοῦμε, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, ὁ Χριστὸς νὰ μᾶς αὐξήσει τὴν πίστη. «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. Ιζ´ 5).
Ὁ Κύριος θλίβεται ὅταν βλέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ ὀλιγοπιστία ἢ ἀπιστία, διότι ἡ δύναμη τῆς πίστεως ποὺ δὲν κλονίζεται «αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α´ Ἰω. ε 4) δὲν ἐνεργοποιεῖται.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ποὺ ζεῖ μέσα στὴν ἀπιστία, στερεῖται τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς προστατευτικῆς ἀσπίδος τῆς πίστεως, δίνει δικαιώματα στὸν διάβολο καὶ νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ σκέψεις οὕτως ὥστε νὰ ἐπηρεάζει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν βασανίζει.
Ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει ὅτι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία ἀποτελοῦν τὰ ὅπλα ποὺ μποροῦν νὰ προστατεύσουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ κάθε ἐπιρροὴ τοῦ πονηροῦ. Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία εἶναι σὰν μία φλόγα πού, ὅταν καίει, δὲν ἀφήνει νὰ πλησιάσει κανένα δαιμονικὸ πάθος (Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).
Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ διανύουμε, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα, τὴν ἔντονη προσευχή, τὶς πυκνὲς καὶ κατανυκτικὲς ἀκολουθίες, καὶ τὴν νηστεία. Ἂς ἀξιοποιήσουμε λοιπὸν τὰ πνευματικὰ ὅπλα ποὺ μᾶς παρέχει ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ αὐξηθοῦμε στὴν πίστη καὶ τὴν πνευματικότητα, ὥστε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς σκέπει καὶ προστατεύει ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ.
Ἀρχιμανδρίτης π. Κύριλλος Κεφαλόπουλος
Ορθόδοξος Τύπος, 21/03/2014