Δέν είναι τυχαίο τό γεγονός ότι οί θεόσοφοι Πατέρες της ‘Εκκλησίας μας όρισαν νά έορτάζεται ώς Κυριακή της ‘Ορθοδοξίας ή Κυριακή έκείνη κατά τήν οποία «άνάμνησιν ποιούμεθα της άναστηλώσεως των άγίων και σεπτών εικόνων», ή όποία έλαβε χώρα τό 843 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, έπί αύτοκρατόρων Μιχαήλ και της μητρός του Θεοδώρας.
Ή εικονομαχία, πού είχε προηγηθεί και είχε ταλανίσει τήν ‘Εκκλησία περισσότερο άπό έναν αιώνα, δέν προερχόταν άπλώς άπό τό θηριώδες μένος ορισμένων αύτοκρατόρων έναντι τών άγίων εικόνων- ήταν παραλλήλως άποκύημα έπιδράσεων, αφενός μέν άπό έξωχριστιανικά θρησκεύματα, όπως ό ‘Ιουδαϊσμός και ό Ισλαμισμός, άφετέρου δέ άπό παλαιές αιρέσεις, κυρίως τοΰ Μανιχαϊσμου και του άκραίου Μονοφυσιτισμοΰ.
Και ό μέν Ιουδαϊσμός (άπό τόν όποιο έξάλλου άντλησε τή σχετική εντολή και ό Ισλαμισμός) άπαγόρευε τή χρήση εικονικών παραστάσεων, διότι καραδοκούσε ό κίνδυνος τής ειδωλολατρίας γιά τούς’Εβραίους της Παλαιάς Διαθήκης- ό δέ Μανιχάίσμός και ό άκραϊος Μονοφυσιτισμός άπαγόρευαν τή χρήση εικόνων γιά λόγους ύποστηρίξεως τών κακοδοξιών τους.
Συγκεκριμένα οί Μανιχαΐοι θεωρούσαν τήν ύλη κακή, ένώ οί Μονοφυσίτες ύπερτόνιζαν τή θεϊκή φύση τοΰ Κυρίου, ή όποία, κατ’ αύτούς, άπορ- ρόφησε τήν άνθρώπινη φύση Του, και ώς έκ τούτου θεωρούσαν λάθος τό νά εικονίζεται ό Κύριος, άφοΰ ή θεότης δέν είναι δυνατόν νά περιγραφεί και νά εικονισθεί. -*·
Oi άγιοι Πατέρες πού συνήλθαν στή Νίκαια τό 787 μ.Χ. και συνεκρότησαν τήν Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο διείδαν τις σαθρές αύτές έπιδράσεις και αντιλήφθηκαν ότι τυχόν έπικράτηση των είκονομαχικών θέσεων θά σήμαινε ανασύσταση των παλαιών έκείνων αιρέσεων – σέ νέα τώρα έκδοση – και άρα άρνηση του όλου έργου της σωτηρίας τοΰ άνθρώπου πού έπετέ- λεσε ό Υιός και Λόγος τοΰ Θεού μέ τήν ένανθρώπησή του.
Τό πράγμα δέν ήταν καθόλου άπλό. Γι’ αύτό οί θεοψόροι Πατέρες αύτό πού έκαναν στήν ιστορική έκείνη Σύνοδο της Νίκαιας ήταν νά καταφύγουν στήν Παράδοση της ‘Εκκλησίας, γιά νά διακριβώσουν τή θέση της στό ζήτημα τών εικόνων.
Και βέβαια οί μαρτυρίες Πατέρων και Αγίων, άπό τήν πρώτη άκόμη άποστολική έποχή, ήταν πλήθος γιά τή χρήση και τή σωστή παραδοχή τών ιερών εικόνων. Οί μαρτυρίες αύτές ύπήρξαν καθοριστικές γιά τήν άπόφαση της ιεράς Συνόδου.
Παραλλήλως όμως ή Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος έξήρε πρεπόντως τή σημασία και τήν άξία της Ιεράς Παραδόσεως γιά τήν ‘Εκκλησία. Άξία άπόλυτη, άφοΰ έτσι μόνο θά μπορούσε νά διαφυλαχθεί σώα και άκέραιη και επιπλέον νά άναδειχθεΐ και νά κρατυνθεΐ ή σώζουσα άλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως.
Οί άγιοι Πατέρες ύπήρξαν άσυμβίβαστοι στό σημείο αύτό. «Τή παραδόσει της καθολικής’Εκκλησίας έξηκολουθήσαμεν», τονίζουν, «και οϋτε ϋφεσιν οϋτε πλεονασμόν έποιησάμεθα (=οϋτε άφαιρέσαμε οϋτε προσθέσαμε τίποτε), άλλ’ άποστολικώς διδαχθέντες, κρατοΰμεν τάς παραδόσεις άς παρελά- βομεν, πάντα άποδεχόμενοι και άσπαζό- μενοι, όσαπερ ή άγία καθολική Εκκλησία άρχήθεν τών χρόνων άγράφως και έγγρά- φως παρέλαβεν- έξων είσι και αί ύποτυπώσεις τών εικονικών άναζωγραφήσεων (=μέρος τής έκκλησιαστικής αύτής Παραδόσεως είναι και οί ζωγραφικές άναπαραστάσεις σέ εικόνες)…
Ήμεϊς τοιγαροϋν πατρώοις νόμοις έπόμενοι, παρά τοΰ έ- νός Πνεύματος λαβόντες χάριν άκαινοτομήτως και άμειώτως πάντα τά τής ‘Εκκλησίας έφυλάξαμεν» (-Εμείς λοιπόν, άκολουθώντας τούς νόμους τών Πατέρων, μέ τή χάρη του ένός Αγίου Πνεύματος, όλα τά τής Εκκλησίας τά διαφυλάξαμε χωρίς άλλαγή ή άφαίρεση).
«Παρά τοϋ ένός Πνεύματος λαβόντες χάριν». ‘Εδώ βρίσκεται τό κλειδί τοΰ όλου θέματος. Ή Παράδοση τής Εκκλησίας μας δέν είναι μιά άπό τις άνθρώπινες παραδόσεις, πού μέ τήν πάροδο τοΰ χρόνου ύφίστανται φθορά, άλλοίωση και γι’ αύτό τελικά αντικατάσταση άπό άλλες νεότερες και άρτιότερες πρακτικές. Όχι.
Ή Ιερά Παράδοση νοείται ώς ή διαρκής παρουσία μέσα στήν ‘Εκκλησία τοΰ Αγίου Πνεύματος, τό Οποίο ζωοποιεΐ και άνακαινίζει μέ τήν πνοή Του όσους βρίσκονται μέσα στούς κόλπους της.
Γι’ αύτό και ποτέ δέν γηράσκει ή έκκλησιαστική Παράδοση, και γι’ αύτό ή ‘Εκκλησία δέν έχει άνάγκη άπό έκσυγχρονισμούς, άφοΰ αύτή είναι πού άναγεννά και άνακαινίζει τόν κόσμο.
Αντί λοιπόν νά ζητούμε άπό τήν ‘Εκκλησία νά άνανεωθεΐ και νά έκσυγχρονισθεΐ, άς ζητούμε άπό τούς έαυτούς μας νά ένσωματωθοΰμε στήν πάντα νέα και άνακαινιστική Χάρη, όπως αύτή άποθησαυρίζεται μέσα στήν Ιερά Παράδοση τής’Εκκλησίας μας.
“Ετσι θά μπορούμε νά είμαστε πάντα νέοι, θαλεροί, μέ φρεσκάδα μόνιμη μέσα μας. Όσο περισσότερο άναβαπτιζόμαστε μές στά ζωήρρυτα νάματα τής ‘Ορθοδόξου Παραδόσεώς μας, τόσο και ή ζωή μας θά γίνεται πιό φωτεινή, κρυστάλλινη.
Και μόνο τότε θά κατορθώνουμε, μέ λόγο και ζωή, νά πείθουμε γιά τή σώζουσα άλήθεια τόν κόσμο γύρω μας, πού έν πολλοίς πάσχει φοβερά και γηράσκει διαρκώς μέσα στή φθορά και τήν άποσύνθεση τής άμαρτίας.
Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”