«Τι είναι αυτό το κόκκαλο παπά μου;
Πάρτο από δω και τράβα σπίτι σου»
Με αυτά τα λόγια ο ασεβής γιατρός έδιωξε τον πιστό ιερέα που έφερε στην άρρωστη πρεσβυτέρα απότμημα του ιερού λειψάνου του Αγίου Παντελεήμονα. Μετανιωμένος, όμως, επέστρεψε στον ιερέα για να απολογηθεί.
Ή πρεσβυτέρα είχε όγκο στο στήθος καί εγχειρίστηκε. Μόλις έβγαλαν τον όγκο, δίνουν ένα κομμάτι στον πατέρα Ευάγγελο να το πάει για βιοψία και να φέρει αμέσως τ’ αποτελέσματα. Μετά την απάντηση της εξετάσεως, οι γιατροί δεν δίνουν ούτε έξι μήνες ζωής στην άρρωστη.
Ή κόρη του παπα-Βαγγέλη λιποθυμά μόλις το ακούει, ό ίδιος τα χάνει. «Άκου, λέει, γιατροί να το πουν έτσι ξαφνικά στο παιδί! Στα χέρια του όμως σφίγγει το χέρι του Αγίου Παντελεήμονα, πού έχει φέρει μαζί του, και προσεύχεται.
Βγάζουν την πρεσβυτέρα από το χειρουργείο. Με λαχτάρα ο πατήρ Ευάγγελος ακουμπά πάνω στις γάζες πού σκεπάζουν το εγχειρισμένο στήθος της πρεσβυτέρας, το χέρι του ‘Αγίου και γονατιστός προσεύχεται.
Εκείνη την ώρα μπαίνει ο χειρουργός με τη μάσκα ακόμη. Βλέπει τη σκηνή καί βάζει τίς φωνές.
-Τι είναι αυτό το κόκκαλο παπά μου; Πάρτο από δω και τράβα σπίτι σου.
Ζαλισμένος ό καημένος, μαζεύει γρήγορα τ’ αγία λείψανα και προσπαθεί να βρει την πόρτα. Μέσ’ τη ζάλη του, όμως, ακούει τη νοσοκόμα να φωνάζει το γιατρό στο τηλέφωνο, που τον ζητά επειγόντως ή γυναίκα του.
Το απόγευμα σταματά μια κούρσα έξω από το σπίτι του ιερέα και με έκπληξη ο παπα-Βαγγέλης βλέπει να βγαίνει ο γιατρός.
Πω! πω! σκέφτεται, ό γιατρός και στο σπίτι μου ακόμα με κυνηγάει!
Με φρίκη, όμως, βλέπει να κατεβαίνει από τ’ αυτοκίνητο και ένας νέος παραμορφωμένος. Το στόμα του είχε πάει στ’ αφτί του. Αποσβολώθηκε ο παπάς.
-Πάτερ μου, του λέει ό γιατρός, εκείνο το κόκκαλο το έχεις;
Με συγχωρείς, παραφέρθηκα, την ώρα πού σ’ έδιωχνα μου τηλεφώνησε ή γυναίκα μου, ότι το παιδί μας, πού έδινε εκείνη την ώρα εξετάσεις, έπαθε ξαφνικά αυτήν την πάρεση πού βλέπεις.
Κατάλαβα ότι εγώ έφταιξα και γι’ αυτό σε παρακαλώ πολύ διάβασε μας μια ευχή. Τη διεύθυνση σου στο χωριό την πήρα από την πρεσβυτέρα.
-Ευχαρίστως παιδιά μου, ελατέ στο εκκλησάκι. Κράτα αγόρι μου το χέρι του Αγίου καί γονάτισε.
Απλώνω στο κεφάλι του νέου το πετραχήλι και αρχίζω να διαβάζω την ευχή. Καθώς διαβάζω, ακούω θόρυβο κρακ, κρακ.
Σκέφτομαι, τι συμβαίνει άραγε; Τελείωσα και, όταν σηκώθηκε το παιδί, τι να δούμε, το στόμα του παιδιού είχε επανέλθει στην θέση του! Πατέρας και γιος ρίχνονται πάνω μου.
-Παπούλη πώς να σ’ ευχαριστήσουμε;
-Όχι εμένα, παιδιά μου, το Θεό και τον «Άγιο.
Από τότε για πάρα πολύ καιρό ερχόταν τακτικά να προσκυνήσουν και να φέρουν και το λάδι για το καντήλι του Αγίου.
Όσο για την πρεσβυτέρα, είναι τώρα περισσότερα από είκοσι χρόνια πού είναι τελείως καλά χωρίς να κάνει απολύτως καμία θεραπεία.
Μεγάλωσε τα παιδιά της και ζει στο χωριό προσέχοντας το εκκλησάκι με τα τόσα άγια λείψανα, μια πού δεν υπάρχει πια ο πατήρ Ευάγγελος.
Ο γιατρός πολλές φορές έλεγε στον παπα-Βαγγέλη: «Εμείς παπά μου πρέπει να τα κάψουμε τα βιβλία μας».
ΠΗΓΗ Από το βιβλίο «Σταχυολογήματα από την θαυμαστή ζωή του π. Ευαγγέλου Χαλκίδη εφημέριου Αγ. Βασιλείου Λαγκαδά», Eκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».