Ὁ Κύριος τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, πρὶν παραδώσει στοὺς μαθητές Του τὸ ἁγιότατο Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τοὺς παρέδωσε καὶ τὴ Διαθήκη Του. Τοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Ἐὰν ἀγαπᾶτε με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ἰω. ιδ΄ [14] 15).
Ἐὰν μὲ ἀγαπᾶτε, νὰ τηρεῖτε τὶς ἐντολές μου. Καί· «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» (Ἰω. ιδ΄ [14] 21). Στοὺς δύο αὐτοὺς στίχους ὑπογραμμίζεται ἡ ἴδια ἔννοια, ὅτι ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ τὸν Θεό, ἐὰν τηροῦμε τὶς ἐντολές Του.
Δύο ἀναγκαῖες προϋποθέσεις ἀποδεικνύουν ὅτι ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ τὸν Θεό: Ἡ πρώτη εἶναι νὰ «ἔχουμε» τὶς ἐντολές Του καὶ ἡ δεύτερη νὰ τὶς τηροῦμε.
«Ὁ ἔχων τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ» λοιπὸν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀκούει καὶ μελετᾶ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς ποὺ πιστεύει καὶ ἐμβαθύνει στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς ποὺ φροντίζει νὰ τὸν μαθαίνει καλύτερα καὶ προσεκτικότερα.
Στὴν Παραβολὴ τοῦ σπορέως ὁ θεῖος Διδάσκαλος χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα «κατέχω», ποὺ ἐπιτείνει τὴν ἔννοια τοῦ «ἔχω». «Κατέχω» σημαίνει κρατῶ σφιχτὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν κρύβω στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου, γιὰ νὰ μὴ μοῦ τὸν ἁρπάξουν.
Ὅπως τοὺς ὑλικοὺς θησαυρούς μας ὑπάρχουν ἐχθροὶ ποὺ παραφυλᾶνε νὰ τοὺς ἁρπάξουν, ἔτσι καὶ τὸν πολύτιμο θησαυρὸ τοῦ θείου λόγου παραφυλάει νὰ τὸν ἁρπάξει ἀπὸ τὰ χέρια μας ὁ ἐχθρὸς διάβολος.
Ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ τὸν κρύβουμε στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, ὅπως ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός, ποὺ ἔλεγε: «Ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω σοι» (Ψαλ. ριη΄ [118] 11). Ὅταν φυλάττουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας, τότε δημιουργοῦνται οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις τῆς καρποφορίας.
Εἶναι ἑπομένως πολὺ ὠφέλιμο νὰ μελετοῦμε κάθε πρωὶ ἕνα τμῆμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ τὴν ὑπόλοιπη ἡμέρα νὰ φέρνουμε στὴ μνήμη μας τὶς ἀλήθειες ποὺ μελετήσαμε, νὰ τὶς κυκλοφοροῦμε στὴ σκέψη μας, νὰ ἐμβαθύνουμε σ᾿ αὐτές, γιὰ νὰ διαποτίζουν τὴν ὕπαρξή μας καὶ νὰ μᾶς ζωογονοῦν.
«Ὁ τηρῶν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ» τώρα εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐφαρμόζει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς ποὺ πειθαρχεῖ στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ προστάγματά Του· αὐτὸς ποὺ ὑπακούει στὸ ἅγιο θέλημά Του· αὐτὸς ποὺ συμμορφώνει τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ «τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄ [12] 2).
Διότι τί μᾶς ὠφελεῖ νὰ γνωρίζουμε ἀπ᾿ ἔξω κι ἀνακατωτὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸν ἐφαρμόζουμε στὴ ζωή μας; Τί μᾶς ὠφελεῖ νὰ χρησιμοποιοῦμε μὲ εὐκολία πολλοὺς στίχους τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ στὴν καθημερινὴ ζωὴ νὰ πράττουμε τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅσα γράφει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο;
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του: «Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλὰ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται» (β΄ 13). Δὲν εἶναι δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ αὐτοὶ ποὺ ἁπλῶς ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο Του καὶ τὸν ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους, ὅπως ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε λέγοντας: «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. ια΄ [11] 28).
Ὁ ἅγιος ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ὀνομάζει «ἀκροατὰς ἐπιλησμονῆς» ὅσους περιορίζονται μόνο στὴν ἀκρόαση τοῦ θείου λόγου καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ξεχνοῦν αὐτὰ ποὺ ἄκουσαν.
Τοὺς ἐπικρίνει. Ἐπαινεῖ αὐτοὺς ποὺ «παρακύπτουσιν εἰς νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας» (Ἰακ. α΄ 25), δηλαδὴ αὐτοὺς ποὺ ἐμβαθύνουν στὸν τέλειο νόμο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸν ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους. Τότε ἀποδεικνύουν ὅτι ἀγαποῦν ἀληθινὰ τὸν Θεό.
Στὸ ἐρώτημα ἂν ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ τὸν Θεό, ἡ θετικὴ ἀπάντηση πολλῶν ἀνθρώπων εἶναι δεδομένη. Ἀλλὰ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ζοῦμε, ἀποδεικνύει ἄραγε ὅτι Τὸν ἀγαπᾶμε;
Ἂν ἀγαπᾶμε τὸν χρυσὸ περισσότερο ἀπὸ τὸν Χριστό· ἂν ἀγαπᾶμε τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου περισσότερο ἀπὸ τὸν Χριστό· ἂν ἀγαπᾶμε τὶς τιμὲς καὶ τὰ ἀξιώματα περισσότερο ἀπὸ τὸν Χριστό· ἂν δὲν ὑπολογίζουμε τὸν Θεό· ἂν ἁμαρτάνουμε ἀσύστολα· ἂν κοιτάζουμε μόνο τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν καλοπέρασή μας, ἀδιαφορώντας τελείως γιὰ τὸν πλησίον μας, μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ τὸν Θεό;
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει ὅτι, ἂν ἔχουμε ἀγάπη μὲ τέτοιες ἐλλείψεις, αὐτὴ δὲν εἶναι ἀληθινή, ἀλλὰ ψεύτικη. Κάποιον ποὺ τὸν ἀγαπᾶμε ἀληθινά, δὲν τὸν πικραίνουμε, ἀλλὰ ὅ,τι μᾶς λέει, τὸ κάνουμε.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ἐὰν Τὸν ἀγαπᾶμε ἀληθινά, νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές Του. Τὸν Θεὸ τὸν βρίσκουμε μέσα στὶς ἐντολές Του. Ἐὰν ζοῦμε σύμφωνα μὲ αὐτές, τότε Τὸν ἀγαπᾶμε ἀληθινά. Ἐὰν τὶς παραβαίνουμε, τότε ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἀληθινή, ἀλλὰ ψεύτικη.
Καὶ τὰ δύο λοιπὸν θὰ τὰ προσέχουμε. Καὶ θὰ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ τὸν ἐφαρμόζουμε. Τότε θὰ εἴμαστε πανευτυχεῖς καὶ μακάριοι.