Από τον Αθεϊσμό στον Χριστό : Ο Κληρικός και ή αναβολή του θανάτου (Εξαιρετικό)

Γράφει ό Χρήστος Αργυρόπουλος:

«Συνήθιζε ό παπά – Ανάστασης Δραπανιώτης, ώς εφημέριος του Λαϊκού Νοσοκομείου, νά περνά τακτικά άπό τούς θαλάμους των ασθενών. Τούς χαιρετούσε, έπιανε κουβέντα μαζί τους, τούς εξυπηρετούσε εάν είχαν κάποια ανάγκη και όταν ή γνωριμία τους προχωρούσε, μιλούσε γιά τά Μυστήρια της Εξομολογήσεως και θ Κοινωνίας. Στο έργο αυτό είχε πολύτιμους συνεργάτες τις αδελφές.

Σέ κάποιο θάλαμο πρό άρκετών ετών ύπήρχε Ασθενής, ό όποιος όχι μόνον δεν μιλούσε στόν παπά- Αναστάση όταν τόν έβλεπε νά μπαίνει στο θάλαμο, αλλά επιδεικτικά του γύριζε τίς πλάτες. Μιά νύκτα τον ξύπνησε μιά αδελφή και του είπε:

—Πάτερ, στό τάδε δωμάτιο ό τάδε ασθενής θέλει να κοινωνήσει.

—Αδύνατον τής είπε- κάποιο λάθος κάνεις. Αύτός συνεχώς με περιφρονεί.

—Όχι πάτερ, πεθαίνει και σέ παρακαλεί νά τόν κοινωνήσεις.

—Δέν μπορώ νά τόν κοινωνήσω, άν δέν εξομολογηθεί. Τέλος πάντων, πήγαινε στή δουλειά σου και θα ανέβω νά τόν δώ.

Ό άρρωστος τόν περίμενε.

—Πάτερ, πεθαίνω και θέλω νά κοινωνήσω.

—Δεν θά σέ κοινωνήσω άν δέν εξομολογηθείς. Και μόνο πού περιφρονούσες τόν ιερέα, δέν μου επιτρέπεται νά σέ κοινωνήσω.

Ό άρρωστος εξομολογήθηκε. Τόν βάραινε κάτι πολύ σοβαρό. Είχε πληρώσει κάποιον και σκότωσε τό γείτονά του γιά νά του πάρη ένα μικρό χωράφι, ενώ ό ίδιος ήταν πάμπλουτος.

Στό δικαστήριο έφερε δύο ψευδομάρτυρες, οί όποιοι κατέθεσαν ότι τό φόνο τόν έκανε ένας άλλος γείτονας, παντρεμένος μέ δύο παιδιά, ό όποιος καταδικάσθηκε, ένώ ήταν τελείως άθώος και τήν έποχή εκείνη βρισκόταν φυλακισμένος στις φυλακές Άβέρωφ, ένώ ή γυναίκα του άπό τή στενοχώρια της νοσηλευόταν στό “Σωτηρία” μέ φυματίωσι.

Ό παπά-Άναστάσης ήλθε σέ δύσκολη θέσι. Στάθηκε όρθιος και τόν κοίταζε άφηρημένος, ένώ στήν πραγματικότητα προσηύχετο. Ό άρρωστος άντιλαμβανόμενος τή δυσκολία τού παπά-Άναστάση νά τόν συγχωρέση, τόν ίκέτευσε.

—Συγχώρεσέ με παπά μου, γιατί πεθαίνω.

—Δέν μπορώ νά σέ συγχωρέσω, άν δέν έπανορθώσης.

—Λυπήσου με, ξαναφώναξε ό άρρωστος κλαίγοντας.

Ό παπά-Άναστάσης άπλωσε τό χέρι του, τόν κοίταξε στά μάτια και του άνακοίνωσε τήν άπόφασι του Θεού.

—Λοιπόν, θά σέ κοινωνήσω, άλλά δέν θά πεθάνης άπόψε. Αύριο θά βγής άπό τό νοσοκομείο, και θά πας κατευθείαν στό συμβολαιογραφείο. Θά γράψης τή μισή περιουσία σου στή γυναίκα εκείνου τόν όποιο σκότωσες και τήν άλλη μισή σ’ εκείνον πού βρίσκεται στή φυλακή και είναι αθώος. Ύστερα θά πάς στόν Εισαγγελέα, θά του δηλώσης τί έχεις κάνει γιά νά έλευθερωθή ό άθώος και νά πας εσύ στή θέσι του. Τό πότε θά πεθάνης θά τό κρίνη ό Θεός.

Του διάβασε τή συγχωρητική ευχή και άμέσως εφερε τά Τίμια Δώρα και τόν κοινώνησε. Ό άρρωστος κοιμήθηκε μέχρι τό άλλο άπόγευμα πού σηκώθηκε εύδιάθετος, ύγιής και ζήτησε εξιτήριο.

Εγιναν τά πάντα όπως είχε δώσει εντολή ό παπα-Ανάστασης. Εγινε ξανά ή δίκη, άποκαλύφθηκε ή πλεκτάνη και ό πρώην ετοιμοθάνατος μπήκε στίς φυλακές. Εμεινε φυλακισμένος πέντε περίπου χρόνια και κατόπιν πέθανε.

Στά χρόνια αύτά διατηρούσε άλληλογραφία μέ τόν παπά-Άναστάση. Ετσι δόθηκε ό χρόνος όχι μόνο νά αποκαταστήσει τίς αδικίες, αλλά νά ζήση τή ζωή τής μετάνοιας και νά φύγη γεματος κατά πάντα μέ τή συνεχή πνευματική καΟοδήγησι του παπά-Άναστάση»

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

ΑΡΧΙΜ Ιωάννου ΚΩΣΤΩΦ – ΘΕΟΣ ΕΦΑΝΕΡΩΘΗ – ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΕΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ.

Πηγή: apantaortodoxias

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ