Άγιος Παΐσιος : Έχουμε ευθύνη

Ἔχουμε εὐθύνη[1]

Εἶχε ἔρθει στὸ Καλύβι ἕνας ἄθεος μέχρι τὸ κόκκαλο. Ἀφοῦ εἶπε διάφορα, μετὰ μοῦ λέει: «Ἐγὼ εἶμαι εἰκονομάχος». Ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν πίστευε τίποτε, ὕστερα ἔλεγε ὅτι εἶναι εἰκονομάχος.

«Βρὲ ἀθεόφοβε, τοῦ λέω, ἐσὺ ἀφοῦ δὲν πιστεύεις σὲ τίποτε, τί μοῦ λὲς ὅτι εἶσαι εἰκονομάχος; Τότε, τὸν καιρὸ τῆς Εἰκονομαχίας[2], μερικοὶ Χριστιανοὶ ἀπὸ ὑπερβολικὸ ζῆλο ἔπεσαν σὲ πλάνη, ἔφθασαν στὴν ἄλλη ἄκρη, καὶ μετὰ ἡ Ἐκκλησία τοποθέτησε τὸ θέμα· δὲν εἶναι ὅτι δὲν πίστευαν».

Ὑποστήριζε ἐν τῷ μεταξὺ ὅλη τὴν σημερινὴ κατάσταση. Μαλώσαμε ἐκεῖ πέρα. «Καλά, τοῦ λέω, κατάσταση εἶναι αὐτή; Δικαστικοὶ νὰ φοβοῦνται νὰ δικάσουν, νὰ κάνουν μηνύσεις γιὰ ἐγκληματίες καὶ νὰ τοὺς ἀπειλοῦν ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος καὶ νὰ ἀναγκάζωνται νὰ τὶς ἀποσύρουν;

Καὶ τελικὰ ποιοί κυβερνοῦν; Σὲ ἀναπαύει αὐτὴ ἡ κατάσταση; Ὑποστηρίζεις αὐτούς; Ἐσὺ εἶσαι ἐγκληματίας. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθες; Ἄντε, φύγε ἀπὸ ἐδῶ!». Τὸν ἔδιωξα.

– Γέροντα, δὲν φοβᾶστε ἔτσι ποὺ μιλᾶτε;

– Τί νὰ φοβηθῶ; Τὸν τάφο μου τὸν ἔχω ἀνοίξει. Ἂν δὲν τὸν εἶχα ἀνοίξει, θὰ μὲ ἀπασχολοῦσε ποὺ θὰ κουραζόταν ὁ ἄλλος νὰ σκάψη. Τώρα θὰ χρειασθῆ νὰ ρίξη μόνο λίγους τενεκέδες χῶμα…

Ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου ἕναν ἄλλον ἄθεο, ἕναν βλάσφημο, ποὺ τὸν ἀφήνουν στὴν τηλεόραση καὶ μιλάει, ἐνῶ ἔχει πεῖ τὰ πιὸ βλάσφημα λόγια γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. Δὲν παίρνει καὶ ἡ Ἐκκλησία μιὰ θέση νὰ ἀφορίση μερικούς. Αὐτοὺς ἔπρεπε νὰ τοὺς ἀφορίζη ἡ Ἐκκλησία. Λυποῦνται τὸν ἀφορισμό!

– Γέροντα, τί θὰ καταλάβουν μὲ τὸν ἀφορισμό, ἀφοῦ τίποτε δὲν παραδέχονται;

– Τοὐλάχιστον νὰ φανῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία παίρνει μιὰ θέση.

– Ἡ σιωπή της, Γέροντα, εἶναι σὰν νὰ τὰ ἀναγνωρίζη;

– Ναί. Ἔγραψε ἕνας κάτι βλάσφημα γιὰ τὴν Παναγία καὶ κανεὶς δὲν μίλησε. Λέω σὲ κάποιον: «Δὲν εἶδες τί γράφει ἐκεῖνος;». «Ἔ, τί νὰ τοὺς κάνης, μοῦ λέει. Θὰ λερωθῆς, ἂν ἀσχοληθῆς μαζί τους». Φοβοῦνται νὰ μιλήσουν.

– Τί εἶχε νὰ φοβηθῆ, Γέροντα;

– Νὰ μὴ γράψουν τίποτε γι᾿ αὐτὸν καὶ ἐκτεθῆ, καὶ ἀνέχεται νὰ βλασφημῆται ἡ Παναγία! Νὰ μὴ θέλουμε νὰ βγάλη ὁ ἄλλος τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς τὴν ἡσυχία μας. Αὐτὸ εἶναι ἔλλειψη ἀγάπης. Ὕστερα ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ κινῆται ἀπὸ συμφέρον.

Γι’ αὐτὸ βλέπεις ἕνα πνεῦμα σήμερα: «Μὲ τὸν τάδε νὰ ἔχουμε σχέσεις, γιὰ νὰ μᾶς λέη καλὰ λόγια. Μὲ τὸν ἄλλο νὰ τὰ ἔχουμε καλά, γιὰ νὰ μὴ μᾶς διασύρη κ.λπ. Νὰ μὴ μᾶς πάρουν γιὰ κορόιδα, νὰ μὴ γίνουμε θύματα». Ἄλλος ἀδιαφορεῖ καὶ δὲν μιλάει. «Νὰ μὴ μιλήσω, λέει, γιὰ νὰ μὴ μὲ γράψουν οἱ ἐφημερίδες».

Οἱ περισσότεροι δηλαδὴ εἶναι τελείως ἀδιάφοροι. Τώρα ἄρχισε λίγο κάτι νὰ γίνεται. Τόσον καιρὸ δὲν ἔγραφε κανένας τίποτα. Εἶχα βάλει τὶς φωνὲς πρὶν ἀπὸ χρόνια σὲ κάποιον στὸ Ἅγιον Ὄρος. «Πολὺ πατριωτισμὸ ἔχεις», μοῦ λέει.

Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε: «Ὅλα τὰ διέλυσαν, μοῦ λέει, οἰκογένεια, παιδεία…». Τοῦ λέω καὶ ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου: «Πολὺ πατριωτισμὸ ἔχεις!».

Ὅλη αὐτὴ ἡ κατάσταση ἔχει κάνει ἕνα κακὸ καὶ ἕνα καλό. Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν κάτι μέσα τους, ἄρχισαν νὰ ἀδιαφοροῦν, γιατὶ λένε: «Ἐγὼ θὰ σιάξω τὴν κατάσταση;». Τὸ καλὸ εἶναι ὅτι πολλοὶ ἄρχισαν νὰ προβληματίζωνται καὶ νὰ ἀλλάζουν.

Μερικοὶ ἔρχονται καὶ μὲ βρίσκουν καὶ προσπαθοῦν νὰ δικαιολογήσουν ἕνα κακὸ ποὺ ἔκαναν προηγουμένως, γιατὶ ἔχουν προβληματισθῆ.

– Δηλαδή, Γέροντα, πρέπει πάντα νὰ ὁμολογοῦμε τὸ «πιστεύω» μας;

– Χρειάζεται διάκριση. Εἶναι φορὲς ποὺ δὲν πρέπει νὰ μιλήσουμε καὶ ἄλλες φορὲς ποὺ πρέπει νὰ ὁμολογοῦμε μὲ παρρησία τὸ «πιστεύω» μας, γιατὶ φέρουμε εὐθύνη, ἂν δὲν μιλήσουμε. Σ’ αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια ὁ καθένας μας πρέπει νὰ κάνη ὅ,τι γίνεται ἀνθρωπίνως καὶ ὅ,τι δὲν γίνεται ἀνθρωπίνως νὰ τὸ ἀφήνη στὸν Θεό.

Ἔτσι θὰ ἔχουμε ἥσυχη τὴν συνείδησή μας ὅτι κάναμε ἐκεῖνο ποὺ μπορούσαμε. Ἂν δὲν ἀντιδράσουμε, θὰ σηκωθοῦν οἱ πρόγονοί μας ἀπὸ τοὺς τάφους. Ἐκεῖνοι ὑπέφεραν τόσα γιὰ τὴν πατρίδα καὶ ἐμεῖς τί κάνουμε γι᾿ αὐτήν;

Ἡ Ἑλλάδα, ἡ Ὀρθοδοξία, μὲ τὴν παράδοσή της, τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς ἥρωές της, νὰ πολεμῆται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἕλληνες καὶ ἐμεῖς νὰ μὴ μιλᾶμε! Εἶναι φοβερό! Εἶπα σὲ κάποιον: «Γιατί δὲν μιλᾶτε; Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάνει ὁ τάδε;». «Τί νὰ πῆς, μοῦ λέει, αὐτὸς ὅλος βρωμάει». «Ἂν βρωμάη ὅλος, γιατί δὲν μιλᾶτε; Χτυπῆστε τον».

Τίποτε, τὸν ἀφήνουν. Ἕναν πολιτικὸ τὸν ἔφτυσα. «Πές, τοῦ λέω, “δὲν συμφωνῶ μ᾿ αὐτό”. Τίμια πράγματα. Θέλεις νὰ ἐξυπηρετηθῆς ἐσὺ καὶ νὰ ρημάξουν ὅλα;».

Ἂν οἱ Χριστιανοὶ δὲν ὁμολογήσουν, δὲν ἀντιδράσουν, αὐτοὶ θὰ κάνουν χειρότερα. Ἐνῶ, ἂν ἀντιδράσουν, θὰ τὸ σκεφθοῦν. Ἀλλὰ καὶ οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ δὲν εἶναι γιὰ μάχες. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἦταν γερὰ καρύδια· ἄλλαξαν ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ στὴν βυζαντινὴ ἐποχὴ μιὰ εἰκόνα ἔβγαζαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀντιδροῦσε ὁ κόσμος.

Ἐδῶ ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε, γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε ἐμεῖς, καὶ ἐμεῖς νὰ ἀδιαφοροῦμε! Ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν μιλάη, γιὰ νὰ μὴν ἔρθη σὲ ρήξη μὲ τὸ κράτος, ἂν οἱ μητροπολίτες δὲν μιλοῦν, γιὰ νὰ τὰ ἔχουν καλὰ μὲ ὅλους, γιατὶ τοὺς βοηθᾶνε στὰ Ἱδρύματα κ.λπ., οἱ Ἁγιορεῖτες πάλι ἂν δὲν μιλοῦν, γιὰ νὰ μὴν τοὺς κόψουν τὰ ἐπιδόματα[3], τότε ποιός θὰ μιλήση;

Εἶπα σὲ κάποιον ἡγούμενο: «Ἂν σᾶς ποῦν ὅτι θὰ σᾶς κόψουν τὰ ἐπιδόματα, νὰ πῆτε: “Θὰ κόψουμε καὶ ἐμεῖς τὴν φιλοξενία”, γιὰ νὰ προβληματισθοῦν». Οἱ καθηγητὲς τῆς Θεολογίας κ.λπ. δὲν φωνάζουν, γιατὶ λένε: «Εἴμαστε ὑπάλληλοι· θὰ χάσουμε τὸν μισθό μας, καὶ μετὰ πῶς θὰ ζήσουμε;».

Τὰ μοναστήρια ἐν τῷ μεταξὺ τὰ ἔπιασαν μὲ τὶς συντάξεις. Γιατί ἐγὼ δὲν θέλω νὰ πάρω οὔτε αὐτὴν τὴν ταπεινὴ σύνταξη τοῦ Ο.Γ.Α.; Ἀκόμη καὶ ἀσφαλισμένο σὲ μιὰ ἀσφάλεια τοῦ Ο.Γ.Α. νὰ τὸν ἔχουν τὸν μοναχό, καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι τίμιο. Νὰ τὸν ἔχουν ἀσφαλισμένο ὡς ἄπορο, ναί· αὐτὸ τὸν τιμᾶ. Ἀλλὰ νὰ τὸν ἔχουν ἀσφαλισμένο στὸν Ο.Γ.Α., γιατί;

Ὁ μοναχὸς ἄφησε μεγάλες συντάξεις, ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἦρθε στὸ μοναστήρι, καὶ νὰ πάρη πάλι σύνταξη! Καὶ νὰ φθάνουμε γιὰ τὴν σύνταξη νὰ προδώσουμε τὸν Χριστό!

– Δὲν ἐννοεῖτε, Γέροντα, ἂν λ.χ. μιὰ μοναχὴ δούλεψε ὡς δασκάλα μερικὰ χρόνια καὶ δικαιοῦται κάποια σύνταξη;

– Καλά, αὐτὴ τέλος πάντων. Τώρα ὅμως νὰ σοῦ πῶ, ἂν καὶ αὐτὴν τὴν σύνταξη τὴν διαθέση κάπου, θὰ πάρη μιὰ γερὴ σύνταξη ἀπὸ τὸν Χριστό.

________________________________

[1] Εἰπώθηκαν το 1992.

[2] Εἰκονομάχοι ὀνομάζονταν οἱ Χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν τὴν ἀπόδοση τιμῆς στὶς εἰκόνες. Ἡ εἰκονομαχία συνετάραξε ἐπὶ ἕνα αἰώνα καὶ πλέον τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία (726–843) καὶ ἔληξε ἀρχικὰ μὲ τὴν Ζ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 787, ἡ ὁποία τὴν καταδίκασε ὡς αἵρεση. Τὴν ἀναζωπύρωση τῆς εἰκονομαχίας ἀπὸ τὸν Λέοντα Ε´ τὸν Ἀρμένιο κατέπαυσε ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος τὸ 843.

[3] Ὁ Γέροντας ἐννοεῖ τὴν οἰκονομικὴ χορηγία (ἢ τὰ μετοχιακὰ μισθώματα), δηλαδὴ ἕνα ποσὸ χρημάτων τὸ ὁποῖο τὸ Ἑλληνικὸ κράτος ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση ἀπὸ τὸ 1924 νὰ δίνη κάθε χρόνο στὶς Ἱερὲς Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπειδὴ οἱ Μονὲς ἔδωσαν στοὺς πρόσφυγες τὰ μετόχια τους, ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχαν τὸ λάδι, τὸ σιτάρι, τὸ κρασὶ κ.λπ. τῆς χρονιᾶς.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ