Γέροντα, δὲν ἔχω καταλάβει πότε ἕνας λογισμὸς εἶναι βλάσφημος.
– Ὅταν μᾶς ἔρχωνται στὸν νοῦ ἄσχημες εἰκόνες γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὴν Παναγία, γιὰ τοὺς Ἁγίους ἢ γιὰ κάτι θεῖο καὶ ἱερό, ἢ ἀκόμη γιὰ τὸν πνευματικό μας Πατέρα κ.λπ., αὐτὰ εἶναι βλάσφημοι λογισμοί. Αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς δὲν πρέπει νὰ τοὺς λέη κιόλας κανείς.
– Οὔτε στὸν πνευματικό;
– Στὸν πνευματικὸ ἂν ποῦμε: «μοῦ περνοῦν βλάσφημοι λογισμοὶ γιὰ τὸν Χριστὸ ἢ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ γιὰ τὴν Παναγία ἢ γιὰ τοὺς Ἁγίους ἢ γιὰ σένα τὸν πνευματικό μου», αὐτὸ ἀρκεῖ. Αὐτὲς οἱ βλασφημίες καὶ οἱ ἁμαρτίες εἶναι ὅλες τοῦ διαβόλου· δὲν εἶναι δικές μας.
Γι᾿ αὐτὸ δὲν χρειάζεται νὰ στενοχωριώμαστε καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ διαβόλου. Ὅταν ἤμουν ἀρχάριος μοναχός, ἕνα διάστημα μοῦ ἔφερνε ὁ διάβολος, ἀκόμη καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία, βλάσφημους λογισμοὺς καὶ στενοχωριόμουν πολύ.
Ὅ,τι ἄκουγα νὰ λένε οἱ ἄλλοι, ὅταν ἤμουν στρατιώτης, βρισιὲς κ.λπ., τὰ ἔφερνε ὁ διάβολος στὸν νοῦ μου γιὰ τοὺς Ἁγίους. Μοῦ ἔλεγε ὁ πνευματικός: «Αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ εἶναι τοῦ διαβόλου.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ στενοχωριέται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τοὺς ἄσχημους λογισμοὺς ποὺ περνᾶνε ἀπὸ τὸ μυαλό του γιὰ τὰ ἱερὰ πράγματα, αὐτὸ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δὲν εἶναι δικοί του, ἀλλὰ ἔρχονται ἀπ᾿ ἔξω». Ἐγὼ πάλι στενοχωριόμουν.
Ἔφευγα, πήγαινα στὸ παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου νὰ προσευχηθῶ, καὶ εὐωδίαζε ἡ εἰκόνα του, ὅταν προσκυνοῦσα. Ὅταν μοῦ ἔρχονταν πάλι τέτοιοι λογισμοί, ξαναπήγαινα στὸ παρεκκλήσι, πάλι ἐρχόταν μία εὐωδία ἀπὸ τὴν εἰκόνα!
Μιὰ μέρα τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, στὸ Τρισάγιο, ἔψελνα κι ἐγὼ σιγανὰ τὸ «Ἅγιος ὁ Θεὸς» τοῦ Νηλέως[1]. Τότε βλέπω νὰ μπαίνη ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς Λιτῆς[2] ἕνα θηρίο μεγάλο, φοβερό, μὲ σκυλήσιο κεφάλι.
Πετοῦσε φλόγες ἀπὸ τὸ στόμα καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του! Γυρίζει καὶ μοῦ δίνει δυὸ μοῦτζες, γιατὶ ἔψαλλα τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός»! Κοιτάζω δίπλα μου, μήπως τὸ εἶδε καὶ κάποιος ἄλλος, κανεὶς δὲν τὸ εἶχε δεῖ. Μετὰ εἶπα στὸν πνευματικό: «αὐτὸ καὶ αὐτὸ συνέβη». «Νά, τὸν εἶδες; μοῦ εἶπε ὁ πνευματικός, αὐτὸς εἶναι. Τώρα ἡσύχασες;».
– Ὁ ἄνθρωπος, Γέροντα, καταλαβαίνει πάντοτε ἂν ἕνας λογισμὸς εἶναι βλάσφημος;
– Ἂν τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὸ δουλεύη, τότε καταλαβαίνει. Π.χ. μοῦ λένε μερικοί: «Γέροντα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη κόλαση; Ἐμεῖς στενοχωριόμαστε νὰ ὑπάρχη ἄνθρωπος στὴν φυλακή, πόσο μᾶλλον στὴν κόλαση».
Αὐτὸ ὅμως εἶναι βλασφημία, γιατὶ ἔτσι παρουσιάζονται ὅτι εἶναι πιὸ δίκαιοι ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς ξέρει τί κάνει. Θυμᾶστε ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος;
Κάποτε ὁ ἐπίσκοπος Φουρτουνάτος ἔδιωξε ἕνα δαιμόνιο ἀπὸ μιὰ δαιμονισμένη. Τὸ δαιμόνιο μετὰ γύριζε μέσα στὴν πόλη σὰν ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος καὶ κατηγοροῦσε τὸν ἐπίσκοπο. «Ὁ ἄσπλαχνος μὲ ἔδιωξε», φώναζε.
«Βρέ, νὰ πάρη ἡ εὐχή, τοῦ λέει κάποιος, γιατί σὲ ἔδιωξε; Πῶς τὸ ἔκανε αὐτό; Πέρνα μέσα στὸ δικό μου σπίτι». Πέρασε μέσα ὁ διάβολος. Σὲ λίγο τοῦ λέει: «Κρυώνω· ρίξε ξύλα στὸ τζάκι». Ρίχνει ἐκεῖνος ξύλα στὸ τζάκι, βάζει κούτσουρα, δῶσ᾿ του φωτιά.
Καὶ τελικά, ἀφοῦ ἔγινε καλὸ καμίνι, μπαίνει ὁ διάβολος στὸ παιδί του καὶ τὸ καημένο δαιμονίσθηκε καὶ πήδηξε στὴν φωτιὰ καὶ κάηκε. Τότε κατάλαβε ἐκεῖνος τί ἔδιωξε ὁ ἐπίσκοπος καὶ τί δέχτηκε αὐτός. Γιὰ νὰ τὸν διώξη ὁ ἐπίσκοπος Φουρτουνάτος, κάτι ἤξερε[3].
__________________________
[1] Νηλεὺς Καμαράδος: Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη περὶ τὸ 1880. Φιλοπονώτατος μουσικὸς ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν θεωρία τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ διακρίθηκε μεταξὺ τῶν ἱεροψαλτῶν.
[2] Ὁ ἐσωνάρθηκας τῶν μοναστηριακοῦ τύπου ναῶν, δηλαδὴ ὁ μεταξὺ τοῦ κυρίως ναοῦ καὶ τοῦ νάρθηκος χῶρος. Ἔλαβε τὴν ὀνομασία του ἀπὸ τὴν σύντομη ἀκολουθία τῆς Λιτῆς, ἡ ὁποία στὰ Μοναστήρια ψάλλεται συνήθως σ᾿ αὐτὸν τὸν χῶρο στὶς μεγάλες ἑορτές, κατὰ τὶς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, καὶ περιλαμβάνει ἰδιόμελα τροπάρια καὶ μεγάλη δέηση καὶ ἱκεσία (λιτή).
[3] Βλ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Εὐεργετινός, τόμος Α´, Ὑπόθεσις ΛΕ´, ἔκδ. Ματθ. Λαγγῆ, Ἀθῆναι 1980, σ. 510.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικὸς ἀγώνας»