Οι τράγοι άκουγαν την ψαλμωδία.

Ο Όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης γεννήθηκε στο Δυρράχιο, την αρχαία Επίδαμνο, που βρίσκεται στην σημερινή Αλβανία, και έζησε στις ημέρες της βασιλείας των Κομνηνών. Από πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από πατέρα, αλλά η ευσεβής μητέρα του φρόντισε να μάθη το παιδί της τα ιερά γράμματα. Επειδή μάλιστα ήταν ιδιαίτερα έξυπνος και καλλίφωνος, όλοι τον αποκαλούσαν «αγγελόφωνο».

Η φήμη του έφθασε μέχρι τα ανάκτορα και ο βασιλιάς τον έβαλε σε σχολή μουσικής για να τελειοποιηθή. Τόσο πολύ τον αγαπούσε, που ήθελε να τον κρατήσει κοντά του και να τον παντρέψει μάλιστα με μία πλούσια αρχοντοπούλα. Τον Όσιο όμως δεν τον ευχαριστούσαν όλα αυτά και φοβόταν μήπως, εξ αιτίας της πρόσκαιρης δόξας, ζημιωθή την αιώνια και ουράνια αγαλλίαση.

Μία ημέρα, έφθασε στα ανάκτορα ο Ηγούμενος της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, για να τακτοποιήσει κάποια υπόθεση της Μονής. Ο Κουκουζέλης, θαυμάζοντας την ευκοσμία του Ηγουμένου, άφησε κρυφά τα ανάκτορα, έβγαλε τα μεταξωτά του ρούχα, ξεκίνησε για το Άγιον Όρος και κατέφυγε στην Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας. Όταν ο θυρωρός τον ρώτησε, τι ήθελε και τι τέχνη εγνώριζε, Ο Όσιος του απάντησε:

«Ήμουν βοσκός, αλλά θέλω να γίνω μοναχός».

Ο Ηγούμενος χάρηκε, διότι η Μονή είχε ανάγκη από ένα βοσκό. Αφού τον δοκίμασαν λίγο καιρό, τον έκειραν μοναχό και τον έστειλαν να βόσκει τράγους, κάτι που ευχαρίστησε ιδιαιτέρως τον Όσιο.

Ο βασιλιάς όμως λυπήθηκε πολύ με την φυγή του Ιωάννη και έστειλε ανθρώπους να τον βρουν και να τον φέρουν πάλι πίσω στο παλάτι. Οι απεσταλμένοι έφθασαν κάποια στιγμή και στο Άγιον Όρος. Αν και ερεύνησαν επιμελώς την περιοχή, δεν τον βρήκαν, διότι κανείς δεν μπορούσε να φαντασθή, ότι ο βοσκός των τράγων της Μεγίστης Λαύρας, με τα παλαιά και σχισμένα ρούχα, ήταν εκείνος που ζητούσαν.

Μία ημέρα, ενώ βοσκούσε το ποίμνιό του κοντά σε κάποιο ακρωτήρι, ο Όσιος Ιωάννης άρχισε να ψάλλει με πολύ πόθο και κατάνυξη έναν ύμνο. Ένας ασκητής, που ζούσε σ’ ένα σπήλαιο εκεί κοντά, άκουσε την αγγελική μελωδία και βγήκε να δει ποιός είναι. Με θαυμασμό αντίκρυσε ένα εξαίσιο θέαμα:

Ο Όσιος έψελνε με πολλή γλυκύτητα, και οι τράγοι, που μέχρι εκείνη την στιγμή έβοσκαν διασκορπισμένοι στα γύρω λιβάδια, σταμάτησαν την βοσκή. Σιγά-σιγά συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω από τον Όσιο και τον άκουγαν με προσοχή και έκπληξη. Έδειχναν να χαίρονται την θεία εκείνη ψαλμωδία, ωσάν να ήταν άνθρωποι λογικοί και μουσικόφιλοι. Και άλλη διήγηση λέει, ότι είχαν σηκωθεί στα δύο τους πόδια.

Έτρεξε λοιπόν ο ασκητής στην Λαύρα και διηγήθηκε στον Ηγούμενο όλα όσα είχε δει και είχε ακούσει. Εκείνος εξεπλάγη και έστειλε τότε ένα μοναχό να φέρει τον Όσιο μπροστά του.

«Σε ορκίζω στο Όνομα του Θεού να μου πεις την αλήθεια. Εσύ είσαι ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης, που αναζητά ο βασιλιάς;» τον ρώτησε.

«Ναι, εγώ είμαι ο αμαρτωλός και ανάξιος», παραδέχθηκε ο Όσιος πέφτοντας, με δάκρυα στα μάτια, στα πόδια του Ηγουμένου. Όμως σε θερμοπαρακαλώ να με αφήσεις σ’ αυτό το ευτελές διακόνημα, που μου έδωσες από την αρχή, να ποιμαίνω τους τράγους, για να μη μάθη για μένα ο βασιλιάς τίποτε.

Ο Όσιος, αφού πήρε ευλογία από τον Ηγούμενο, έχτισε κελλί και Εκκλησία των Αρχαγγέλων έξω από το Μοναστήρι. Εκεί ησύχαζε έξι ημέρες την εβδομάδα και την Κυριακή ήταν πάντα στον δεξιό χορό του Καθολικού, όπου έψελνε για τον Θεό με πόθο και κατάνυξη.

Ένα Σάββατο του Ακαθίστου, αφού έψαλε τα Ιδιόμελα και τον Κανόνα της Θεοτόκου, τον πήρε λίγο ο ύπνος από την κούραση στο στασίδι. Τότε παρουσιάσθηκε μπροστά του η Κυρία Θεοτόκος και του είπε: «Χαίροις, Ιωάννη τέκνον μου· ψάλλε μοι και δέν θέλω σε εγκαταλείψει», του έβαλε δε στο χέρι ένα χρυσό νόμισμα. Μόλις ξύπνησε ο Όσιος και είδε στο δεξί του χέρι το νόμισμα, άρχισε, όλο χαρά και ευγνωμοσύνη, να ευχαριστεί την Παναγία μας. Και, βεβαίως, συνέχισε να υμνεί και δοξολογεί τον Κύριό μας και την Κυρία Θεοτόκο με πολλή αγάπη και προθυμία.

Κάποια ημέρα, από τον πολύ κόπο και την ορθοστασία, άνοιξαν πληγές στα πόδια του και άρχισε να τρέχει πύον. Τότε παρουσιάσθηκε και πάλι μπροστά του η Κυρία Δέσποινα Θεοτόκος και του είπε: «Ας είσαι από του νύν υγιής, Ιωάννη». Αμέσως τα πόδια του έγιναν τελείως καλά κι εκείνος, αφού ευχαρίστησε την Θεομήτορα, έζησε μέχρι το τέλος του βίου του χωρίς ποτέ πια ν’ αρρωστήσει.

Πηγή: ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ

Από το βιβλίο: Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των ζώων.

Εκδόσεις “Ο Άγιος Στέφανος”

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ