Ακατανόητος, αλλότριος και ξένος προς την εμπαθή και ειδωλομανούσα εποχή μας. Αγόγγυστα υπέμεινε, ο ταπεινός ασκητής, ως γνήσιος φίλος και μαθητής του Κυρίου Ιησού και την συκοφαντία.
«Φιλάδελφα χέρια που μου κόλλησαν την ετικέτα του πλανεμένου, μου προσήγαγαν την μεγαλύτερη ευεργεσία.
Δεν ήρθα στην έρημο για ανθρώπινη πελατεία αλλά για την πολυπόθητη σωτηρία. Αυτό με έκανε να φύγω από το αρχικό μου σπήλαιο και να πάω ψηλότερα και πιο απρόσιτα, στον Αη-Λιά.
Ήθελα μόνωση και ησυχία, όχι θόρυβο και πολυκοσμία», μας έλεγε ο πάντα ήρεμος και γαλήνιος γέροντας.
«Την πιο έντονη προσευχή μου την έκανα για τους διώκτες μου.
Ιδιαίτερα, γι’ αυτόν που με εδίωξε από τον Προφήτη Ηλία και γκρέμισε την εκκλησία και την σκήτη και για όσους κρύβονται πίσω απ’ αυτόν.
Παρακαλώ τον Θεό να τους συγχωρήσει, να τους χαρίσει υγεία και μετάνοια, να μην τους συμβεί κακό και να μην στήσει αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην.
Αν είχα ίχνος εμπαθείας μέσα στην καρδιά μου, θα σταματούσα την Θεία Κοινωνία», μας έλεγε ο μακαριστός γέροντας Θεόδωρος στο ασκητήριό του, πλέον, στο Κεφάλι, αποκαλύπτοντας, με ζηλευτή ηρεμία, τον πλούτο της αγαθής καρδίας του.
Αρχιμ. Ιερεμίας Γεωργαλής
Πηγή: https://orthodoxia.online