Όταν ένας μοναχός τον πίεσε πολύ, να του πει για τις εμπειρίες αυτές, πέρα από τα μισόλογα και τα υπονοούμενα, που κάποτε-κάποτε άφηνε, του είπε με ταπεινή αγαλλίαση:
– Απόψε, παιδί μου, βρισκόμουνα και συλλειτουργούσα με αγίους και αγγέλους! Σε θυσιαστήρια που δεν περιγράφονται.
Και το πρόσωπό του γινότανε φως. Ο μοναχός με αφέλεια ρώτησε «πώς γίνεται αυτό»; Και ο μακαριστός γέροντας:
– Πάτερ μου, μη ρωτάς, αυτά είναι πνευματικά θέματα.
Επέμενε όμως ο μοναχός και ο γέροντας υποχώρησε μ’ έναν όρο
– Πάτερ μου, να μην ειπείς τίποτα. Όταν πεθάνω καμμιά φορά, θα πεις ότι «κάποιος γέροντας μου είπε: ότι λειτουργούσε τις νύχτες, ότι συζούσε και συλλειτουργούσε με την Αγία Τριάδα καθημερινώς». (Αίσθηση δηλ. θείας παρουσίας).
– Είδες, πάτερ μου, τι ευτυχία έχουμε εμείς οι μοναχοί και ιδιαιτέρως οι κληρικοί;
Μ’ αυτά καταλαβαίνει κανείς, γιατί δε φοβότανε το θάνατο. Αντίθετα, τον περίμενε κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Παραξενεύονταν μερικοί, που τον άκουγαν πολύ συχνά να ψέλνει τη νεκρώσιμη Ακολουθία σε ώρες που έκανε διάφορες δουλειές.
Συνήθιζε μάλιστα και κάτι άλλο, για να εξοικειωθεί με το θάνατο. Ξάπλωνε καταγής, σταύρωνε τα χέρια και άρχισε τη νεκρώσιμη Ακολουθία. Καμμιά φορά, θέλοντας να οικοδομήσει, έλεγε σε κάποιον:
– Έλα να σου πω ένα τραγουδάκι!
κι έψελνε τροπάρια της νεκρώσιμης Ακολουθίας.
Συγκλονιστικές και οι εμπειρίες του στο ναό, στη διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Άρρητα κι εξαίσια όσα έβλεπε και ζούσε. Έκανε Προσκομιδή και συχνά έβλεπε την πνευματική κατάσταση των κεκοιμημένων που μνημόνευε.
Από τη μισάνοιχτη μικρή θύρα του Ιερού, τον είδανε μπροστά στην Προσκομιδή να στέκει ψηλά, να μην πατάει στο δάπεδο. Λησμόνησε εκείνη τη φορά να μνημονεύσει τη μητέρα του και του εμφανίστηκε με παράπονο:
– Ιακωβάκι μου, σ’ όλους έδωσες τα δώρα σου, εμένα σήμερα δε μου έδωσες!
Διηγότανε ότι το ίδιο το συνέβη με τον Κύπρου Μακάριο. Τελειώνοντας την Προσκομιδή και στρεφόμενος να πάει στην αγία Τράπεζα, τον βλέπει να στέκει δεξιά του, με τις χούφτες τη μία μέσα στην άλλη, όπως όταν κοινωνεί ο ιερέας το σώμα του Κυρίου.
Στη μνημόνευση και στην προσευχή για τους «τεθνεώτες» ήτανε σχολαστικός. Μνημόνευε πάρα πολλούς. Και το μοναχό Άνθιμο, που τόσο τον ταλαιπώρησε.
Κάποτε μάλιστα, παρακάλεσε το Θεό να του δείξει που πήγε μετά το θάνατό του ο Άνθιμος. Τον είδε μια νύχτα σε άθλιο σκοτεινό υπόγειο και πολύν θλιμμένον. Τον χαιρέτισε και ο Άνθιμος του είπε:
– Εδώ είμαι… όταν με μνημονεύεις περνάει μια ηλιαχτίδα και κάτι βλέπω.
Όλα γινόσανε με τρόπο απλό και εναργή.
Την ώρα του Χερουβικού, πολλές φορές δε βρισκότανε στο Ιερό μόνος του ο μακαριστός λειτουργός. Άγγελοι, παρόντες, δοξολογούσανε το Θεό, χαροποιούσανε την ατμόσφαιρα, συνεργούσανε με το λειτουργό, τα φτερά τους αγγίζανε το λειτουργό, έβλεπε τη νεανική μορφή τους… Βγαίνει, κάνει τη Μεγάλη Είσοδο.
Μια παριστάμενη μοναχή τον βλέπει να κινείται στον αέρα, να εισέρχεται στο Ιερό χωρίς να πατάει το δάπεδο. Θαύμασε κι έκανε το Σταυρό της, τα είχε χαμένα, πρώτη φορά έβλεπε θαύμα. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και πήγε η μοναχή να πάρει την ευχή του να φύγει, της λέει αφελώς:
– Σήμερα η Λειτουργία ήτανε αλλιώς.
Εκείνη πήρε θάρρος και άνοιξε το στόμα της να περιγράψει πως τον είδε στη Μεγάλη Είσοδο. Πρόλαβε όμως ο γέροντας και της είπε να σιωπήσει, να μην ειπεί πουθενά τίποτα.
Εξηγούσε αργότερα τα διακονικά καθήκοντα. Για να κάνει προσεκτικό το διάκονο, του μίλησε για τις εμπειρίες και τις οπτασίες του με βαθιά κατάνυξη:
– Αχ, πάτερ μου, να βλέπατε τι γίνεται την ώρα του Χερουβικού, που ο ιερέας διαβάζει την Ευχή, θα φεύγατε όλοι… Αοράτως ανεβοκατεβαίνουν άγγελοι και πολλές φορές αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν στους ώμους μου!
Την ώρα της Λειτουργίας, του Χερουβικού και μάλιστα της Αναφοράς, έλαμπε και ακτινοβολούσε καθαρότητα, μακαριότητα και μεγαλοπρέπεια.
Ναι, αυτός ο εξουθενωμένος ιερομόναχος, που από το 1960 κι έπειτα ζούσε και εργαζότανε πάντα με κάποια δύσκολη αρρώστια˙ αυτός, έκανε κινήσεις μεγαλόπρεπες, αλλά όχι προκλητικές.
Είχε τελετουργικότητα βασιλική. Και ο καθένας ένιωθε ότι η μεγαλοπρέπεια τούτη βγαίνει από τον απέραντο σεβασμό, που είχε στο μυστήριο της Ευχαριστίας.
Ακόμη περισσότερο: του επιβαλλότανε φυσικά από την παρουσία «επισήμων» αγγέλων και αρχαγγέλων και Αγίων στο ιερό. Είχε πει ότι στην Αγία Τράπεζα είναι πολλές φορές:
– Άγγελοι και αρχάγγελοι, παιδί μου, κρατούν το σώμα του Κυρίου!
(Ιάκωβος Τσαλίκης, Στυλιανού Παπαδοπούλου,Αθήνα 1994, σελ. 90-93)