Ο αληθινός υποτακτικός που αξιώθηκε να τον δει και μετά το θάνατο μυρόβλυσε.
Α΄ μέρος
Πολλά λέγονται για τους αόρατους ερημίτες του Αγίου Όρους.
Άλλα από αυτά είναι αληθινά, άλλα υπερβολικά και μερικά μπορεί και φανταστικά, γιατί πάντοτε σε ένα τέτοιο θέμα η αλήθεια συμπλέκεται με τον θρύλο, και η αντικειμενική πραγματικότητα με την επιθυμητή πραγματικότητα, που συχνά γίνεται πιο αληθινή και από την αντικειμενική.
Ένα όμως αληθινό περιστατικό καταγράφεται στο εξαιρετικό και ιδιαίτερα ψυχωφελές βιβλίο «Βίοι Αθωνιτών του 19ου αιώνος» (στα ρωσικά) του Ιερομονάχου Αντωνίου, όπως εκδόθηκε μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Ιερά Μονή Ευαγγελισμού Ορμύλιας Χαλκιδικής (1994, σελ. 198-200).
Το παραθέτουμε σε δύο συνέχειες.
Γύρω στο 1850 ένας νεαρός Βούλγαρος ονοματι Ιάκωβος υποτάχθηκε σε έναν Γέροντα σε Κελλί της Σκήτης των Καυσοκαλυβίων.
Αποδείχθηκε όμως ότι ο Γέροντας ζούσε με μεγάλη αμέλεια και ήταν τραχύς άνθρωπος, και δεν άφηνε τον υποτακτικό του να ζήσει πνευματική ζωή.
Ο νεαρός υποτακτικός ήθελε να φύγει, αλλά ο πνευματικός που πήγε να συμβουλευτεί δεν του έδωσε ευλογία· του είπε να κάνει υπακοή σε όλα και να αγωνίζεται κρυφά από τον Γέροντά του.
Ο Ιάκωβος δέχθηκε, αλλά φυσικά αντιμετώπιζε πολύ μεγάλες δυσκολίες.
Για να μην τον βλέπει ο Γέροντάς του, συνήθιζε να πηγαίνει στον ναό της Αγίας Τριάδος τα βράδια και να προσεύχεται στον νάρθηκα μόνος του, μπροστά στην εικόνα της Αγίας Τριάδας που βρίσκεται εκεί.
Κάποια μερα, όταν τον απασχολούσε πολύ η συμβίωσή του με τον Γέροντά του, την ώρα της προσευχής στον ναό, άκουσε να έρχεται κάποιος και κρύφθηκε.
Με σιγανά βήματα προχώρησε στον νάρθηκα ένας Γέροντας με λευκή γενειάδα, μακριά μαλλιά και σχεδόν γυμνός.
Μπαίνοντας στάθηκε μπροστά στην πύλη του κυρίως ναού, την σταύρωσε και εκείνη άνοιξε αμέσως μόνη της.
Μπήκε στον ναό, προχώρησε στη μέση και εκεί προσευχήθηκε πολλή ώρα.
Μετά ασπάστηκε τις εικόνες και βγήκε.
Ξανασταύρωσε την πύλη, η οποία έκλεισε μόνη της και έφυγε.
Ο Ιάκωβος επεθύμησε να μάθει ποιος ήταν ο Γέροντας, για να τον παρακαλέσει να τον δεχθεί κοντά του.
Για αυτό βγήκε αμέσως και ο ίδιος και άρχισε να τον ακολουθεί από μακριά.
Από τα Καυσοκαλύβια ανέβηκαν στο βουνό μέχρι την Κερασιά, από όπου ο Γέροντας έστριψε και κατευθύνθηκε προς την κορυφή του Άθωνα .
Ο αληθινός υποτακτικός που αξιώθηκε να τον δει και μετά το θάνατο μυρόβλυσε
Β΄ μέρος
Όταν άρχισε να χαράζει, ήταν ήδη κοντά στον ναό της Παναγίας, στην κορυφή του Άθωνα, και ο Ιάκωβος τελικά αποφάσισε να τον φτάσει, αλλά εκείνος, που μέχρι εκείνη την στιγμή προχωρούσε σαν να μην είχε παρατηρήσει κανένα, γύρισε προς τον Ιάκωβο λέγοντας.
-Πού πας;
Ο Ιάκωβος πλησίασε και τον παρεκάλεσε να τον πάρει μαζί του.
-Εσύ δεν μπορείς να ζήσεις εδώ, του είπε. Πήγαινε πίσω στον Γέροντά σου, κάνε υπακοή και θα σωθείς. Όποιος δεν έλαβε την θεία χάρη, δεν μπορεί να ζήσει σ’ αυτό το μέρος.
Η σωτηρία σου βρίσκεται εκεί, στον Γέροντά σου.
Μάθε και τούτο, ότι ο Κύριος σύντομα θα σε πάρει κοντά Του.
Ο Γέροντας ξεκίνησε να φύγει και πρόσθεσε:
-Εμείς εδώ είμαστε μόνον δύο.
Και τότε άρχισε να κατεβαίνει στην περιοχή κάτω από την Παναγία (δηλαδή το εκκλησάκι που βρίσκεται στην κορυφή του Άθωνα, σε ύψος 2.000 μέτρων).
Ο Ιάκωβος διηγήθηκε όλα αυτά στον πνευματικό, και εκείνος του τα επιβεβαίωσε και τον συμβούλευσε πώς να ετοιμαστεί για την αναχώρηση.
Σε τρεις εβδομάδες ο Ιάκωβος εκοιμήθη.
Τρία χρόνια αργότερα έγινε η εκταφή.
Τα οστά του ευωδίαζαν και η κάρα του ήταν γεμάτη μύρο.
Πολλοί, μη γνωρίζοντας την ζωή του, εξεπλάγησαν· ακόμη και ο ίδιος ο Γέροντάς του.