Γιατί δεν τοποθετούνται από την αρχή τα τίμια δώρα επάνω στο θυσιαστήριο
Ας αρχίσουμε από τη θεωρία εκείνων που γίνονται και λέγονται στην Πρόθεση, και πρώτα της προσαγωγής και της προσφοράς των δώρων (του άρτου και του οίνου).
Γιατί δεν φέρονται ευθύς στο θυσιαστήριο τα στοιχεία της θυσίας και δεν θυσιάζονται, αλλά πρώτα αφιερώνονται σαν δώρα στον Θεό;
Αυτό γίνεται διότι στον παλαιό Νόμο προσφέρονταν στον Θεό θυσίες, σφαγές και αίματα αλόγων ζώων, προσφέρονταν και δώρα, π.χ. σκεύη χρυσά ή ασημένια.
Το σώμα όμως του Χριστού φαίνεται να περιλαμβάνει και τα δύο. Διότι και θυσία έγινε όταν αργότερα θυσιάστηκε για χάρη της δόξας του Πατέρα, αλλά και ήταν από την αρχή αφιερωμένο στον Θεό ως πολύτιμο δώρο, διότι είχε παρθεί σαν απαρχή του ανθρώπινου γένους, αλλά και διότι ήταν πρωτότοκος και συνεπώς αφιερωμένος στον Θεό κατά τον Νόμο (Εξ. 13:2).
Γι’ αυτό το λόγο τα προσφερόμενα, ο άρτος και ο οίνος, με τα οποία συμβολίζεται το σώμα του Κυρίου, δε φέρνονται ευθύς στο θυσιαστήριο για να θυσιαστούν. Αλλά η θυσία γίνεται έπειτα, ενώ πρωτύτερα αφιερώνονται στον Θεό σαν δώρα πολύτιμα, και τέτοια είναι και ονομάζονται.
Έτσι έκανε και ο Χριστός. Όταν πήρε στα χέρια Του άρτο και οίνο και τα παρουσίασε στον Θεό και Πατέρα Του, τα παρουσίασε προσφέροντας και αφιερώνοντάς τα σ’ Αυτόν ως δώρα. Και από πού φαίνεται αυτό; Από το ότι η Εκκλησία κάνει το ίδιο και τα ονομάζει δώρα.
Δε θα το έκανε δε, αν δε γνώριζε ότι το έκανε ο Χριστός. Διότι άκουσε τον ίδιο να παραγγέλλει: «Τούτο ποιείτε» (Λουκ. 22:19), και δεν θα τον εμιμείτο με ανομοιότητα.
Ότι τα δώρα αυτά προσφέρονται στον Θεό ως απαρχές της ανθρώπινης ζωής
Αλλά τι σημαίνει η μορφή των δώρων;
Οι παλιοί πρόσφεραν στον Θεό τις απαρχές των καρπών των κτημάτων τους ή των ποιμνίων προβάτων και βοδιών ή άλλων αγαθών (Δευτ. 18:4).
Εμείς αφιερώνουμε στον Θεό αυτά τα δώρα (άρτο και οίνο) ως απαρχές τής ζωής μας, διότι είναι τροφή ανθρώπινη, με την οποία συντηρείται η σωματική ζωή.
Και όχι μόνο συντηρείται η ζωή με την τροφή, αλλά και δηλώνεται με αυτή. Διότι, μετά την ανάσταση, έλεγαν για τον Χριστό οι Απόστολοι: «Φάγαμε και ήπιαμε μαζί Του» (Πραξ. 10:41), για να δείξουν ότι τον είδαν ζωντανό. Και ο Κύριος, στον νεκρό που ανέστησε, διέταξε να δώσουν να φάγει, για να αποδείξει τη ζωή με την τροφή (Λουκ. 8:55).
Είναι λοιπόν εύλογο να σκεφθούμε ότι εκείνος που προσφέρει απαρχές τροφής, προσφέρει απαρχές της ίδιας της ζωής.
Αλλά ίσως να πει κανείς ότι όλα σχεδόν εκείνα που πρόσφεραν στον Θεό οι παλιοί μπορούν να θρέψουν τον άνθρωπο, διότι ήταν καρποί για τους οποίους κοπιάζουν οι γεωργοί, και ζώα φαγώσιμα. Τι λοιπόν; Όλα εκείνα ήταν απαρχές της ανθρώπινης ζωής;
Καθόλου. Διότι κανένα από εκείνα δεν ήταν αποκλειστικά ανθρώπινη τροφή· ήταν κοινή τροφή και των άλλων ζώων· τα μεν των πτηνών και των φυτοφάγων ζώων, τα δε των σαρκοφάγων.
Ανθρώπινο λέμε εκείνο που αρμόζει μόνο στον άνθρωπο. Λοιπόν, το να χρειάζεται κατασκευή άρτου για να φάγει και επινόηση οίνου για να πιεί, αυτό είναι ιδίωμα μόνο του ανθρώπου.
Τέτοια είναι η μορφή αυτής της προσφοράς δώρων.
Γιατί κρίθηκε εύλογο να είναι απαρχές της ανθρώπινης ζωής αυτά τα δώρα
Ποια είναι η αιτία και ποιος ο λόγος που έπρεπε να προσφέρουμε σαν απαρχές της ζωής μας αυτά τα δώρα;
Είναι το ότι, ως ανταπόδοση αυτών των δώρων, ο Θεός μάς δίνει ζωή. Και ήταν εύλογο να μην είναι τελείως αταίριαστη η ανταπόδοση με το δώρο, αλλά να έχουν κάποια συγγένεια.
Και αφού η ανταπόδοση είναι ζωή, ζωή πρέπει, κατά κάποιο τρόπο, να είναι και το δώρο, και μάλιστα αφού ο ίδιος είναι και του δώρου νομοθέτης και της ανταποδόσεως χορηγός, Αυτός που κρίνει δίκαια και θέτει τα πάντα σε ζυγαριά και μέτρο (Σ. Σολ. 11:20).
Αυτός διέταξε να του προσφέρουμε άρτο και οίνο, Αυτός μας ανταποδίδει γι’ αυτά άρτο ζώντα και ποτήριο αιώνιας ζωής.
Όπως στους Αποστόλους έδωσε αλιεία στη θέση της αλιείας, και από αλιείς ψαριών τους έκανε αλιείς ανθρώπων (Ματθ. 4:18-19), και στον πλούσιο που ερώτησε για τη βασιλεία υποσχέθηκε αντί του επίγειου πλούτου τον ουράνιο (Μαρκ. 10:21), το ίδιο πάλι εδώ, σ’ εκείνους που έμελλε να δώσει ζωή αιώνια, εννοώ το ζωοποιό Του σώμα και αίμα, αυτούς διέταξε να προσφέρουν προηγουμένως εφόδια της φθαρτής ζωής, έτσι ώστε να πάρουμε ζωή αντί ζωής, αντί της πρόσκαιρης την αιώνια, και να φανεί η χάρη σαν αμοιβή και το αμέτρητο έλεος να έχει κάποιο στοιχείο δικαιοσύνης και να εκπληρωθεί εκείνο που είπε: «Θα βάλω το έλεός μου σε ζυγαριά» (Ησ. 28:17).
Αυτό γίνεται όχι μόνο σε τούτο το μυστήριο, αλλά και στο βάπτισμα. Ανταλλάσσουμε ζωή με ζωή. Δίνουμε τη μια και παίρνουμε στη θέση της την άλλη.
Αλλά η παράδοση της ζωής μας στο βάπτισμα είναι θάνατος με κάποια εικόνα και περιγραφή, ενώ η αναγέννησή μας είναι αληθινή ζωή. Επειδή δηλαδή ο Σωτήρας, αφού πέθανε και αναστήθηκε, θέλησε να κάνει κι εμάς μετόχους της νέας ζωής Του, διέταξε να του προσφέρουμε προηγουμένως κι εμείς κάτι από το μεγάλο αυτό δώρο.
Και ποιο είναι αυτό; Η μίμηση του θανάτου Του. Και με ποιο τρόπο; Αφού κρύψουμε το σώμα μας μέσα στο νερό, σαν σε τάφο, και το ξαναφανερώσουμε τρεις φορές, μας δέχεται ως ήδη μετόχους στο θάνατο και στην ταφή Του και μας αξιώνει και της καινούργιας Του ζωής.
Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Μετάφραση Αντ. Γαλίτη. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, σελ. 31.