Ένας Ιερεύς ηλικίας περίπου 35 με 40 ετών, ήταν αμελής στα καθήκοντά του και στα πρωινά και στα βραδυνά και προπαντώς στην Θεία Λειτουργία.
Άρχισε έτσι σιγά σιγά να ξεπέφτει ψυχικά.
Μια φορά στην Θεία Λειτουργία, στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, άρχισε να χασμουριέται.
Σταμάτησε τις ευχές και χασμουριόταν.
Τότε δέστηκε ένα ράπισμα δυνατό στο πρόσωπο, ο θόρυβος όμως ακούστηκε και μια φωνή αυστηρή να του λέει:
– Ε, φτάνει πια! Όλο θα κοιμάσαι; Φρόντισε την αιμορραγία της ψυχής σου να την σταματήσεις!
Το μάγουλό του ήταν για μέρες κατακόκκινο με φανερές τις δαχτυλιές επάνω.
Η λέξη “αιμοραγία’ του έφερνε συχνά στο νου και στην καρδιά την αιμορρούσα γυναίκα (την μετέπειτα Αγία Βερονίκη) και από τότε κάθε μέρα διάβαζε το αντίστοιχο Ευαγγελικό χωρίο.
Απέκτησε τον ίδιο φόβο, όπως η αιμορρούσα, η οποία τρέμοντας ακούμπησε το χέρι της στην άκρη του χιτώνος του Κυρίου, “και παραχρήμα έστι η ρύσις του αίματος αυτης”. Λειτουργούσε πλέον ο ιερεύς εκείνος, σαν να ήταν η τελευταία του Θεία Λειτουργία.
Από το βιβλίο: Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία.