Προ ετών, με επισκέφθηκε κάποιος ιερεύς από την επαρχία με τριαντάχρονη Ιεροσύνη και δεσμεύοντας με, με το Μυστήριο της Εξομολογήσεως να μην αποκαλύψω το όνομά του, εκτός αν πεθάνει, μου είπε τα εξής:
– Σε όλα αυτά τα χρόνια τς ιερατικής μου ζωής δεν αισθάνθηκα τίποτα απ’ όσα έχω διαβάσει στα Γεροντικά, στους βίους Αγίων και στα πατερικά κείμενα, δηλαδή, πνευματικές αλλοιώσεις, θεωρία του άκτιστου φωτός, θεία παρηγοριά και ευφροσύνη, αποκαλύψεις των απορρήτων κ.α.
Έτσι με κατ΄ρλαβε αμφιβολία και απιστία, ακόμη στο αν ο Άρτος και ο Οίνος μεταβάλλονται όντως σε σώμα και αίμα Χριστού. Μήπως είναι τύπος και σύμβολα και όχι μια ζωντανή πραγματικότητα; Φαίνεται πως η ψυχοσωματική μου ραθυμία με τσάκισε κυριολεκτικά…Γιατί να αμφιβάλλω; Γιατί να απιστώ;
Η απάντησή μου ήταν ο Θεός δεν μας αποκαλύπτεται, για τους λόγους που ο ίδιος ανέφερε. Ακόμη, διότι είμαστε ανάξιοι για τέτοιου είδους δωρεές ή εξ αιτίας της υπερηφάνειας και των άλλων παθών μας, που μερικά είναι ακατανόμαστα ή γιατί δεν θα αντέχαμε μια τέτοια υπερφυσική αποκάλυψη ή και για κάποιους άλλους λόγους, που είναι ανεξερεύνητοι για μας.
Ύστερα από τρεις μήνες με επισκέφθηκε πάλι κατάχλομος και πολύ αδύνατος. Φαινόταν συντετριμμένος. Μου ανέφερε ότι μετά την προ τριμήνου συνάντησή μας η πρώτη του Θεία Λειτουργία ήταν στη μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού, 8 Μαΐου. Και τότε βρέθηκε μπροστά σε μια συγκλονιστική αποκάλυψη.
Εναποθέτοντας το Άγιο ποτήριο στην Αγία Τράπεζα μετά τη Θεία Κοινωνία των πιστών, πήρε μηχανικά και βαριεστημένα το θυμιατό, για να θυμιάση τα Τίμια Δώρα και να πη “Υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός, και επί πάσαν την γην η δόξα σου”.
Και ξαφνικά άνοιξαν τα μάτια του διάπλατα και γέμισε από ιερό δέος, φόβο και τρόμο. Είδε να φουσκώνει το άγιο Ποτήριο βγάζοντας Σάρκες απ’ αυτό και το Αίμα να χύνεται έξω, πάνω στο Ιερό Αντιμήνσιο!!!
Στο φρικτό αυτό θέαμα ο ιερεύς έπεσε κάτω αναίσθητος, λιπόθυμος. Τον συνέφερε ο νεωκόρος αφού προηγούμενος είχε ειδοποιήσει τις “πρώτες βοήθειες”, γιατί πίστεψε ότι έπαθε ανακοπή.
Ο φόβος και ο τρόμος του ιερέως ήταν πως θα αντίκριζε το Άγιο Ποτήριο. Ρωτούσε επίμονα τον νεωκόρο και αφού πείσθηκε ότι όλα ήταν φυσικά, σηκώθηκε με κόπο ψιθυρίζοντας:
– Πιστεύω, Κύριε, πιστεύω! Και τρέμοντας ολόκληρος τελείωσε τη Θεία Λειτουργία. Συνέχισε όμως να τον διακατέχει ο τρόμος για το πως θα κάνει την κατάλυση. Ίδρωνε, ξεΐδρωνε, μέχρι που τα κατάφερε, χωρίς να αλλοιωθεί η φυσικότητα των Τιμίων Δώρων.
Για πολλές μέρες δεν μπορούσε να ησυχάσει. Έχασε τον ύπνο του, την όρεξή του για φαγητό τη μιλιά του. Η συνείδησή του, του κατέτρωγε τα σωθικά για την απιστία και την αμφιβολία.
Πως λειτουργούσε τόσα χρόνια στο Μέγα Μυστήριο; Πω τολμούσε με τόση αφοβία να μελίζη το Σώμα του Χριστού; Πως κοινωνούσε χωρίς συναίσθηση; Κάθε φορά απροετοίμαστος ψυχικά και σωματικά….
Γι’ αυτό τόσα νεύρα, εγωισμοί, κακίες…τόσα πάθη. Τι σκοτισμός στον νου! Τι σκληρότητα στην καρδιά! Τι νέκρα στις πνευματικές αισθήσεις! Έλεγχος…Και έλεγχος σαν δάγκωμα οχιάς, γιατί του ήλθαν στη μνήμη πόσες φορές έρριπτε κάτω τη Θεία Κοινωνία είτε από απροσεξία, είτε από νευρικότητα. Και γεμάτος αγωνία με ρώτησε:
-Άραγε, θα υπάρχει για μένα έλεος;
“Ένα μήνα μετά από το συγκλονιστικό και αποκαλυπτικό αυτό γεγονός, ο ιερεύς παρουσιάστηκε στην Ιερά Μητρόπολη του και υπέβαλε την παραίτησή του.
Δήλωσε ότι δεν θα ξαναλειτουργήση, αλλά μόνο θα κοινωνή των Αχράντων Μυστηρίων αραιά και που….Και αυτό μετά πολλής προσοχής και μεγάλης ψυχικής προετοιμασίας…..”
Αναδημοσίευση από Ωφελήματα από το βιβλίο: “Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία”.