– Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι γιὰ τὴν καλὴ ἀδιαφορία.
– Ἡ καλὴ ἀδιαφορία χρειάζεται σὲ ἕναν ὑπερευαίσθητο ποὺ τὸν ταλαιπωρεῖ τὸ ταγκαλάκι[1] μὲ διάφορους λογισμούς. Τότε καλὸ εἶναι νὰ γίνη λίγο ἀναίσθητος, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, καὶ νὰ μὴ λεπτολογῆ μερικὰ πράγματα.
Ἤ, ἀκόμη, χρειάζεται γιὰ κάποιον ποὺ μπορεῖ σὲ πολλὰ νὰ εἶναι ἀδιάφορος, ἀλλὰ σὲ κάτι νὰ τοῦ ἔχη δημιουργήσει ὁ πειρασμὸς μιὰ ὑπερευαισθησία, γιὰ νὰ τὸν ἀχρηστέψη. Τότε γιὰ ἕνα διάστημα θὰ τὸν βοηθήση ἡ καλὴ ἀδιαφορία.
Θέλει ὅμως παρακολούθηση. Πρέπει νὰ λέη τὸν λογισμό του καὶ νὰ παρακολουθῆται ἀπὸ τὸν πνευματικό, ἀλλιῶς μπορεῖ σιγὰ-σιγὰ νὰ τὰ πάρη ὅλα σβάρνα καὶ νὰ φθάση στὴν ἄλλη ἄκρη, νὰ γίνη τελείως ἀδιάφορος.
– Γέροντα, γιατί, ὅταν πέφτω στὴν λύπη, ἔχω βλάσφημους λογισμούς;
– Κοίταξε νὰ δῆς τί γίνεται. Ὅταν τὸ ταγκαλάκι σὲ βλέπη λυπημένη, τὸ ἐκμεταλλεύεται καὶ σοῦ δίνει μιὰ κοσμικὴ καραμέλα, ἕναν ἁμαρτωλὸ λογισμό. Ἀφοῦ πέσης τὴν πρώτη φορά, μετὰ σὲ ὁδηγεῖ σὲ μεγαλύτερη στενοχώρια καὶ δὲν ἔχεις τὴν δύναμη νὰ ἀντιδράσης.
Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ μένης ποτὲ σὲ κατάσταση λύπης, ἀλλὰ νὰ κάνης κάτι πνευματικὸ ποὺ θὰ σὲ βοηθήση νὰ βγῆς ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση.
– Γέροντα, πολὺ παιδεύομαι μὲ κάτι λογισμούς…
– Εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Εἰρήνευε καὶ μὴν τοὺς ἀκοῦς. Ἐσὺ εἶσαι εὐαίσθητη. Ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται τὴν εὐαισθησία σου, σὲ κάνει νὰ λεπτολογῆς μερικὰ πράγματα, κολλάει τὸ μυαλό σου ἐκεῖ καὶ βασανίζεσαι ἄδικα.
Μπορεῖ νὰ σοῦ φέρη ἄσχημους λογισμοὺς λ.χ. γιὰ τὴν Γερόντισσα ἢ καὶ γιὰ μένα τὸν ἴδιο. Μὴν τοὺς δίνης σημασία. Ἕνας βλάσφημος λογισμός, ἂν τοῦ δώσης λίγη σημασία, μπορεῖ νὰ σὲ ταλαιπωρήση, νὰ σὲ τσακίση. Σοῦ χρειάζεται λίγη καλὴ ἀδιαφορία.
Μὲ βλάσφημους λογισμοὺς βασανίζει ὁ διάβολος συνήθως τοὺς πολὺ εὐλαβεῖς καὶ πολὺ εὐαίσθητους.
Μεγαλοποιεῖ τὴν πτώση τους, γιὰ νὰ τοὺς θλίβη, καὶ ἐὰν δὲν κατορθώση νὰ τοὺς φέρη σὲ ἀπόγνωση, ὥστε νὰ αὐτοκτονήσουν, προσπαθεῖ τοὐλάχιστον νὰ τοὺς τρελλάνη καὶ νὰ τοὺς ἀχρηστέψη. Καὶ ἐὰν δὲν μπορέση νὰ κάνη οὔτε καὶ αὐτό, τὸν εὐχαριστεῖ νὰ τοὺς φέρη ἔστω μία μελαγχολία.
Εἶχα συναντήσει κάποιον ποὺ συνέχεια ἔφτυνε. Μοῦ λένε: «Δαιμόνιο ἔχει». «Δὲν κάνουν ἔτσι, τοὺς λέω, ὅταν ἔχουν δαιμόνιο». Ὅπως διαπίστωσα μετά, αὐτὸς ὁ καημένος δὲν εἶχε φταίξει σὲ τίποτε, ὥστε νὰ δαιμονισθῆ.
Εἶχε μεγαλώσει ὀρφανὸς καὶ εἶχε μιὰ εὐαισθησία· εἶχε καὶ ἀριστερὸ λογισμὸ καὶ λίγη φαντασία, ποὺ τὰ καλλιέργησε ὁ διάβολος καὶ τοῦ ἔφερνε βλάσφημους λογισμούς.
Ὅταν λοιπὸν τοῦ ἔφερνε ὁ διάβολος τέτοιους λογισμούς, αὐτὸς ἀντιδροῦσε, τιναζόταν, ἔφτυνε τοὺς βλάσφημους λογισμούς. Ὁ ἄλλος ποὺ ἔβλεπε αὐτὴν τὴν σκηνὴ νόμιζε ὅτι εἶχε δαιμόνιο.
Νὰ ἔχη ὁ καημένος μιὰ εὐαισθησία, νὰ φτύνη τοὺς βλάσφημους λογισμοὺς καὶ νὰ τοῦ λένε: «Ἔχεις δαιμόνιο»!
Οἱ βλάσφημοι λογισμοὶ ἔρχονται πολλὲς φορὲς καὶ ἀπὸ φθόνο τοῦ διαβόλου.
Καμμιὰ φορὰ μάλιστα μετὰ ἀπὸ ἀγρυπνία, ὅταν κανεὶς εἶναι πτῶμα ἀπὸ τὴν κούραση καὶ δὲν μπορῆ νὰ ἀντιδράση, τοῦ φέρνει ὁ κακοῦργος διάβολος βλάσφημους λογισμοὺς καὶ ἔπειτα, γιὰ νὰ τὸν μπλέξη ἢ γιὰ νὰ τὸν ρίξη στὴν ἀπόγνωση, ἀρχίζει νὰ τοῦ λέη:
«Τέτοιους λογισμοὺς οὔτε ὁ διάβολος δὲν φέρνει! Τώρα δὲν θὰ σωθῆς…».
Ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ τοῦ φέρη βλάσφημους λογισμοὺς καὶ μετὰ νὰ τοῦ πῆ ὅτι αὐτὴ ἡ ἁμαρτία δὲν συγχωρεῖται κ.λπ.
– Γέροντα, μπορεῖ νὰ ἔρθη ἐξ αἰτίας μας ἕνας βλάσφημος λογισμός;
– Ναί, μπορεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ δώση ἀφορμή. Ὅταν δὲν ὑπάρχη εὐαισθησία, οἱ βλάσφημοι λογισμοὶ εἶναι ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀπὸ κατάκριση κ.λπ. Γι᾿ αὐτό, ὅταν κάνετε ἄσκηση καὶ ἔχετε λογισμοὺς ἀπιστίας, βλάσφημους, νὰ ξέρετε ὅτι ἡ ἄσκηση γίνεται μὲ ὑπερηφάνεια.
Σκοτίζεται ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀρχίζει ἡ ἀπιστία, καὶ ἀπογυμνώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἢ ὅταν κανεὶς ἀσχολῆται μὲ δογματικὰ θέματα, χωρὶς νὰ ἔχη τέτοιες προϋποθέσεις, μετὰ ἔχει βλάσφημους λογισμούς.
[1] Ἔτσι ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας τὸν διάβολο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικὸς ἀγώνας»