“…Ὅλα τά παιδάκια πήγαιναν σχολεῖο μιά φορά τήν ἡμέρα. Τό Ἰακωβάκι πήγαινε δύο. Τό ἀγαποῦσε πολύ, γιατί τό σχολεῖο του στά πρῶτα χρόνια ἤτανε κι Ἐκκλησία, τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς.
τό ἀπόγευμα πήγαινε κι ἄναβε τά καντήλια. Πήγαινε μόνο του τό παιδί καί τοῦ ἄρεσε νά μένει μέχρι τό νύχτωμα. Προσευχότανε ὅσο ἤξερε κι ὅσο μποροῦσε. Ἔπειτα ἔπαιρνε τόν κατήφορο γιά τό σπίτι, ἀφήνοντας τό δάσος μέ τά πεῦκα.
Ἕνα ἀπόγευμα ὅμως, θά᾽ τανε τότε ὀκτώ-ἐννέα ἐτῶν, ἐκεῖ πού προευχότανε τοῦ ἐμφανίστηκε ὁλοζώντανη ἡ ἁγία Παρασκευή ὡς μοναχή, ὅπως ἤτανε στήν εἰκόνα. Τό παιδί τρόμαξε, τό ᾽βαλε στά πόδια κι ἔφτασε λαχανιασμένο στό σπίτι.
Οὔτε γύρισε νά κοιτάξει πίσω ἀπό τόν φόβο του. Ξαναπῆγε ἄλλη μέρα ν᾽ ἀνάψει τά καντήλια καί τοῦ ἐμφανίστηκε πάλι. Καί πάλι τρόμαξε. Ἔφυγε τρέχοντας τόν κατήφορο, μά ἡ Ἁγία βγῆκε ἀπό τό ναό, μίλησε γλυκά καί καθησύχασε τό παιδάκι.
Αὐτό, τώρα, σταμάτησε νά τρέχει, γύρισε νά δεῖ ποιός τοῦ μιλοῦσε. Ἡ Ἁγία τοῦ ἐξήγησε ποιά εἶναι, τοῦ ᾽πε νά μή φοβᾶται, καί τό Ἰακωβάκι ἀνέβηκε δειλά δειλά πάλι πρός τό ἐκκλησάκι. Ἔκατσε κοντά της καί τήν ἄκουσε προσεκτικά.
Ἡ ἐμφάνιση τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές. Τό Ἰακωβάκι συνήθισε καί δέ φοβότανε πιά. Καθίσανε δίπλα δίπλα καί μιλάγανε… τέτοια οἰκειότητα καί ἀφελή παρρησία ὁ μικρός!
Σέ μία ἀπό τίς πρῶτες ἐμφανίσεις της ἡ Ἁγία, ὅταν εἶχε ξεθαρρέψει ὁ μικρός, τοῦ εἶπε:
– Τί θέλεις, Ἰάκωβέ μου, νά σοῦ χαρίσω γιά τίς προσευχές πού κάνεις καί πού περιποιεῖσαι τό σπίτι μου;
Ἐκεῖνο δέν ἤξερε τί νά ζητήσει. Ὅμως τό βράδυ ρώτησε τή μητέρα του, τή Θοδώρα. Ἐκείνη τό συμβούλεψε ἁπλοϊκά: «Νά σοῦ πεῖ, νά σοῦ δώσει, τήν τύχη σου». Τό ἄλλο ἀπόγευμα ἐμφανίστηκε ἡ Ἁγία καί ἀπάντησε στό παιδί:
– Ἄκουσέ με. Θά δεῖς δόξες καί τιμές πολλές, πολύς κόσμος θά ᾽ρχεται νά σέ δεῖ, πολλά χρήματα θά ἔρχονται στά χέρια σου, ἀλλά δέ θά μένουν (καί πράγματι ὅλα ἐπαληθεύτηκαν.
Τόν τίμησαν τόν γέροντα Ἰάκωβο πλούσιοι καί φτωχοί, σοφοί καί ἀγράμματοι, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, καθηγητές πανεπιστημίου καί ἀνώτατοι δικαστικοί, μοναχοί, ἱερεῖς, ἐπίσκοποι καί πατριάρχες, πού ἔφταναν τά τελευταῖα χρόνια στό μοναστήρι νά τόν γνωρίσουνε, νά ἐξομολογηθοῦνε, νά ὠφεληθοῦνε, νά πάρουνε τήν εὐχή του.
Καί χρήματα ἐπίσης, τά τελευταῖα χρόνια, τοῦ ἔδιναν πολλά, μά κι αὐτός τά προσέφερνε ὅλα σέ ὅποιους εἴχανε ἀνάγκη, δέ μένανε στό σακκούλι του – γιατί σ᾽ ἕνα σακκούλι τά ἔβαζε, πού δέν ἄδειαζε ποτέ, ὅσα καί νά ᾽δινε).
Ὁ ἴδιος, πού τά διηγότανε αὐτά, πρόσθετε:
– Καί μήπως ψέματα μοῦ εἶπε, ἀδελφέ μου, ἡ ἁγία Παρασκευή; Μικρή τύχη μοῦ ἔδωσε; Μ᾽ ἔκανε ἱερέα τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ!”
ΠΗΓΗ : Στ. Παπαδόπουλου, Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Θ’ ἔκδοση, Σεπτέμβριος 2005, σσ. 37-39.