Σε νεαρά ηλικία (19 ετών) ο αδελφός Ισαάκ, υπηρετούσε ως μάγειρας, στο κονάκι της Μονής στις Καρυές, το οποίο είχε αντιπρόσωπο τον Γέροντα Γελάσιο.

Ο Γέρων Γελάσιος, έχοντας να διαχειριστεί μια επείγουσα υπόθεση που τον ανάγκαζε να συνεννοηθεί με την Μονή, απέστειλε τον αδελφό Ισαάκ – κατά τον Φεβρουάριο – με γράμματα στη Μονή (να σημειωθεί η έλλειψη τηλεφώνου την εποχή εκείνη).

Παρά τη κακοκαιρία που φαίνονταν να πλησιάζει, έκαμε υπακοή χωρίς γογγυσμούς ο αδελφός Ισαάκ και ξεκίνησε τη πεζοπορία.

Περί την 7η απογευματινή ώρα (βυζαντινή) ανεχώρησε από το κονάκι των Καρυών και περί την 9η έφθασε στα όρια της Σιμωνόπετρας, στη θέση «Μποσδούμι», όπου υπάρχει κρύα πηγή ύδατος. Εν τω μεταξύ, είχε αρχίσει να χιονίζει πυκνά, σκεπάστηκε ο δρόμος και ο καιρός χειροτέρευε.

Ο Ισαάκ (κοιμήθηκε το 1932 σε ηλικία 82 ετών) με τη γλυκιά επίκληση του Ιησού (της ευχής), προχώρησε αρκετά, ώσπου αναγκάστηκε να σταματήσει, παραδερνόμενος από τη χιονοθύελλα, όταν πλέον δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα.

Τότε ύψωσε τα χέρια και τα μάτια του στον ουρανό, και με θερμή πίστη προσευχήθηκε στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο : «Άγιε τίμιε Πρόδρομε, βοήθησέ με να φτάσω στο Μοναστήρι». Είχε μεγάλη ευλάβεια στον τίμιο Πρόδρομο.

Και ώ του εξαισίου θαύματος και τερατουργήματος, του αγίου Προδρόμου !!! Αμέσως, αόρατη δύναμη τον άρπαξε και αυτοστιγμεί βρέθηκε στο προσκυνητάριο, το ευρισκόμενο στο δρόμο προς τον αρσανά, έξω από τη Μονή, και κατά την ώρα που σηκώθηκαν οι Πατέρες από την τράπεζα.

Στις 10 και μισή, ο Ισαάκ έμπαινε στη Μονή, και όλοι θαύμαζαν και απορούσαν πώς έφτασε εκεί μέσα σε τόση χιονοθύελλα και κακοκαιρία, από το βουνό. Στα ερωτήματα των αδελφών παρέμενε σιωπηλός. Μετά όμως το πέρασμα αρκετού χρόνου, ανακοινώθηκαν από το πνευματικό που εξομολογήθηκε και φανέρωσε την θαυματουργία του τιμίου Προδρόμου.

Το θαύμα τούτο, ομοιάζει μ’ εκείνο που παρουσιάζει ο άγιος Νικόδημος στην Ακολουθία των αγιορειτών Πατέρων, πως στη Σκήτη Σαμάρεια της Μονής Εσφιγμένου, ο ησυχαστής Δαμιανός, φίλος του αγίου Κοσμά του Ζωγραφίτου, πηγαίνοντας κάποτε σ’ έναν πνευματικό στα όρια της Μονής Χιλανδαρίου, τον έπιασε η νύχτα κατά την επιστροφή στη καλύβη του.

Εξαιτίας της βροχής και της ομίχλης, μη γνωρίζοντας που βρίσκεται, είπε με όλη τη δύναμη της καρδιάς του : «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε με γιατί χάνομαι». Και αμέσως, ώ του θαύματος !!! Βρέθηκε αβλαβής, μπροστά στη καλύβη του, λυτρωθείς δι’ Αγγέλου.

ΠΗΓΗ : «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», έτος 27ο, 1962, αριθ. 315-316, σσ. 414 κ.ε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ