Στις αρχές του 20ου αιώνα, στη καλύβη των Αγίων Αποστόλων, μόναζε μετά της συνοδείας του ο Γέρων Παχώμιος από τη Ραιδεστό της Θράκης, ο οποίος πολλές φορές μας διηγήθηκε ότι κοινοβίασε μετά του διδασκάλου μοναχού Ζαχαρία, μεταφραστή των Κατηχήσεων του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη.

Αργότερα, ο μοναχός Ζαχαρίας αγόρασε την καλύβη του Αββακούμ στην Αγία Άννα, όπου έκτοτε εμόναζε.

Διαμένοντας στον Άθωνα τη περίοδο εκείνη ο επίσκοπος Καρπάθου Νείλος, είχε συνήθεια, μετά το πέρας του εορτασμού το αγίου Αναστασίου της Λαύρας, να επισκέπτεται τους Πατέρες σε διάφορες ερημικές σκήτες, ως και τον οσιώτατο μοναχό και διδάσκαλο Ζαχαρία.

Το έτος εκείνο δεν επισκέφθηκε κανένα μοναχό, ούτε τον Ζαχαρία, αλλά επέστρεψε μετά την εορτή στο τόπο της διαμονής του.

Ο μισόκαλος διάβολος, θέλοντας να εξαπατήσει τον Ζαχαρία και να τον αναγκάσει να τον προσκυνήσει, κάποια στιγμή της νύκτας της 7ης Ιουλίου, ενώ κάθονταν αυτός στην αυλή της καλύβης του, άκουσε περπατήματα και διέκρινε ότι ήταν ο επίσκοπος Καρπάθου Νείλος.

«Τι είναι αυτό που κάμεις Δέσποτα, το τόσο κοπιαστικό και επίπονο, να επισκέπτεσαι τον αχρείο δούλο σου μέσα στη νύκτα ;», είπε και αμέσως έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του φίλησε την δεξιά χείρα.

Ο Δεσπότης αντί να ευλογήσει τον έριξε κάτω νεκρό, διότι ήταν ο ίδιος ο διάβολος. Με το φίλημα της χειρός του, ο διάβολος του πήρε και το χάρισμα που είχε, έγινε αμέσως άφαντος, ο δε Ζαχαρίας έμεινε στο χώμα άφωνος και ημιθανής.

Το πρωί, κάποιος αδελφός από τη σκήτη, ερχόμενος για δική του υπόθεση, τον βρήκε σε αυτή τη κατάσταση και αμέσως φώναξε τους πατέρες, οι οποίοι του έκαμαν το άγιο Ευχέλαιο, του ανέγνωσαν τους εξορκισμούς του Αγίου Βασιλείου, τον σταύρωσαν με τα άγια Λείψανα και έγινε σε λίγο υγιής.

Σε όλη δε την υπόλοιπη ζωή του έλεγε εξομολογούμενος : «Πολλά έγραψα, πολλά μέρη του κόσμου τούτου επερπάτησα, όμως τέλος πάντων με ξεγέλασε ο σατανάς και τον προσκύνησα.

Έπρεπε ο ανόητος εγώ, πρώτα να κάμω το σημείον του τιμίου Σταυρού, πριν φιλήσω το βρώμικο χέρι του. Τότε αυτός δεν θα μπορούσε να παραμείνει, νικώμενος από το ανίκητο κραταιό όπλο του Σταυρού, θα έφευγε εν ριπή οφθαλμού, χωρίς να πάθω εγώ απ’ αυτόν κανένα κακό.

Αυτή τη διήγηση την έγραψα εδώ ώστε κανείς από σας να μην κάνει τίποτε χωρίς πρώτα να χαράξει στον εαυτό του το σημείο του τιμίου Σταυρού.

ΠΗΓΗ : «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», έτος 23ο, 1958, αριθ, 261-2, σ. 175 κ.ε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ