Οι κήρυκες του θείου λόγου, κηρύττουμε αυτά που πρέπει να κηρύττουμε, βασιζόμενοι πάνω στο Ευαγγέλιο και τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.
Ρίχνουμε το σπόρο της αποκεκαλυμμένης χριστιανικής αληθείας κατά την εντολή του Κυρίου «Κηρύξατε το Ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» και «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη» αφού « η πίστη δι’ ακοής» έρχεται και εγκαθίσταται στις ψυχές των ανθρώπων.
Τα πρώτα χρόνια του χριστιανικού κηρύγματος που γινόταν από τους αγίους Αποστόλους, υπήρχε πολύς καρπός , διότι τα κηρυττόμενα έβγαιναν από τα στόματα των Αγίων Μαθητών του Χριστού.
Και επειδή ήταν ακριβώς Άγιοι οι Απόστολοι, γεμάτοι από τη χάρη της Πεντηκοστής, συνεργούσε ο Κύριος αισθητά σ’ αυτή την πρώτη σπορά, «δια των επακολουθούντων σημείων», των θαυμάτων δηλαδή που επιτελούσαν οι Απόστολοι στο όνομα του Χριστού.
Γι’ αυτό και τα θεμέλια του εκκλησιαστικού κηρύγματος είναι βαθειά και γερά.
Αυτό το επικυρωμένο δια της όποιας θεοσημείας κήρυγμα συνέχισαν οι Πατέρες που κι αυτοί ήταν Άγιοι. Γι’ αυτό και ο δικός τους καρπός υπήρξε πολύς.
Όμως οι Πατέρες αυτοί, αριθμητικά δεν ήσαν πολλοί μεταξύ του πλήθους των ανά τους αιώνας ιεροκηρύκων. Οι πλείστοι ομιλούσαν θεωρητικά είτε ευλαβώς είτε μόνο από καθήκον.
Πάντοτε όμως υπήρχαν και εκείνοι οι κήρυκες του θείου λόγου, των οποίων το κήρυγμα δεν επακολουθούσαν τα αισθητά σημεία ως επισφράγισμα, αλλά καρποφορούσε, διότι είχαν θείες εμπειρίες και ήσαν μεστοί χάριτος.
Επειδή ήσαν χαριτωμένοι και έμπειροι, ο λόγος τους ο ίδιος είχε από μόνος του τη δύναμη να ξεκλειδώνει ψυχές και να οδηγεί απλανώς προς τη σωτηρία.
Οι ασκητές μπορούσαν να ωφελούν, διότι όσα έλεγαν ήταν απόσταγμα του προσωπικού τους αγώνος. Μπορούσαν να ομιλούν καρποφόρως περί πειρασμών, διότι είχαν αντιμετωπίσει οι ίδιοι τη φύση των πολύπλευρων πειρασμών.
Μπορούσαν να μιλούν περί των τρόπων της ακριβείας της ψυχωφελούς ασκήσεως, διότι οι ίδιοι είχαν στη ζωή τους τηρήσει την ακρίβεια της ασκήσεως που ξέρει να αποφεύγει την υπερβολή αλλά και το έλλειμμα.
Οι Έμπειροι Πνευματικοί Εξομολόγοι, μπορούσαν να εξομολογούν θεραπευτικά και όχι τυπικά διότι διέθεταν την εμπειρία της θεραπευτικής αγωγής.
Οι έμπειροι στη νοερά προσευχή, μπορούσαν να διδάσκουν νοερά προσευχή, διότι γνώριζαν εμπειρικά πώς αυτή καλλιεργείται.
Υπάρχουν θέματα της πνευματικής ζωής, αλλά και της καθημερινής ζωής που αφορούν πνευματικούς ανθρώπους και μη, για τα οποία μπορεί κανείς να μιλήσει βεβαίως, αλλά θεωρητικά.
Αυτά όμως θα έχουν απλώς το βάρος μιας ανθρώπινης παρηγοριάς, την οποία μπορεί να επιτύχει και ένας αγράμματος. Το θέμα του πόνου όμως δεν αντιμετωπίζεται σε βάθος με περίτεχνες σε λόγο ή απλές στη διατύπωσή τους παρηγοριές.
Χρειάζεται εμπειρία. Εμπειρία πολυχρόνια του πόνου όταν αυτός έχει αντιμετωπιστεί χριστιανοπρεπώς. Κι ένα τέτοιο πονεμένο στόμα που εκφράζει ένα πολύ πονεμένο σώμα, είναι το πιο κατάλληλο να μιλήσει.
Διότι τέτοια στόματα ανοίγει ο Χριστός σαν πηγές παρακλητικού αγιάσματος ύστερα από τον πολύ πόνο που ο Ίδιος τους έχει παραχωρήσει και που μετέτρεψαν σε θεία εμπειρία και σε βαθειά αγάπη για το συνάνθρωπο.
Ο πονεμένος άνθρωπος του Θεού, είναι ο σταυρωμένος δούλος του. Ο μιμητής του πάθους του, «ο μάρτυς ο πιστός». Ο μεγαλύτερος ασκητής της υπομονής. Μόνο αυτός παρηγορεί με πειθώ και ασκεί θεραπευτική επιρροή στην ψυχή του πονεμένου που τον ακούει.
Χαρίζει με μόνη την παρουσία του αναστάσιμη χαρά, διότι δείχνει τους «τύπους των ήλων» στο κορμί του και τα «στίγματα του μαρτυρίου» που έχει υποστεί όχι μόνο αγόγγυστα, αλλά δοξολογικά. Τα λόγια του τα συνοδεύει μυστική χάρις που μυστικά δρα και θαυματουργεί.