α. Τί εἶναι Κατήχησις
Κατήχηση ἀρχικὰ ὀνομαζόταν ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀπευθυνόταν στοὺς κατηχουμένους, δηλαδὴ στοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ εἶχαν δηλώσει τὴν ἐπιθυμία τους νὰ βαπτισθοῦν καὶ νὰ γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐξηγοῦσε τὰ δόγματα καὶ τὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, καὶ ἀνέλυε τὶς βάσεις τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ἡ ὁλοκληρωμένη διδασκαλία γιὰ τὰ ἱερὰ Μυστήρια ἀπευθυνόταν μόνο στοὺς βαπτισμένους, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μὴν κοινοποιοῦνται τὰ ἅγια καὶ τυχὸν περιφρονηθοῦν, ἀλλὰ κυρίως διότι γιὰ τὴν βαθύτερη κατανόησή τους ἀπαιτεῖται ὁ φωτισμὸς τῆς θείας Χάριτος ποὺ χορηγεῖται μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα.
Σήμερα, μὲ τὸν ὅρο κατήχηση ἐννοοῦμε πλέον ὁλόκληρη τὴν συστηματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία αὐτὴ παιδαγωγεῖ κατηχουμένους ἢ πιστούς, καὶ ἀναλύει τὰ δόγματα, τὰ ἱερὰ Μυστήρια καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
β. Τὸ περιεχόμενο καὶ ἡ ἐξέλιξη τῶν Κατηχήσεων
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἤδη ἀναφέρει τὰ βασικὰ θέματα μιᾶς κατηχήσεως: Εἶναι ἡ διδασκαλία περὶ μετανοίας, περὶ πίστεως στὸν Θεό, περὶ Βαπτίσματος, περὶ τοῦ Χρίσματος (τὸ ὁποῖο τότε ἐτελεῖτο μὲ χειροθεσία), περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν καὶ περὶ τῆς μελλούσης κρίσεως.
Στὰ χρόνια τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἡ κατήχηση ἦταν συνήθως μία ὁμιλία (ὅπως τὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς). Τὴν σύντομη κατήχηση συμπλήρωναν τὰ πολλὰ θαύματα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ποὺ συνόδευαν τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας. Ἡ συστηματικὴ κατήχηση γινόταν τότε μετὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα.
Στοὺς μεταποστολικοὺς χρόνους χρησιμοποιοῦνταν ὡς βάση τῆς κατηχήσεως μιὰ ἐκλογὴ ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Τὰ ἀναγνώσματα αὐτὰ διαβάζονται μέχρι σήμερα στὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Τὸν δεύτερο αἰῶνα, ἡ κατήχηση ἄρχισε νὰ συστηματοποιεῖται.
Τότε δημιουργήθηκε ἡ τάξη τῶν κατηχουμένων, ἐνῶ ταυτόχρονα παρατάθηκε ὁ χρόνος τῆς κατηχήσεως, καὶ ὁρίσθηκε νὰ εἶναι τρία ἔτη. Ἡ παράταση αὐτὴ θεωρήθηκε ἀναγκαία γιὰ τὴν στήριξη τῶν κατηχουμένων στὴν ἐποχὴ ἐκείνη τῶν διωγμῶν.
Ἀργότερα, μὲ τὴν παύση τῶν διωγμῶν, οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη ἔγιναν περισσότεροι. Ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ προστατεύση τὸ ποίμνιό της ἀπὸ ἀνθρώπους μὲ ἰδιοτελῆ κίνητρα, ἔκανε περισσότερο ἔλεγχο καὶ προετοίμαζε προσεκτικότερα τοὺς ὑποψηφίους.
Ἀπὸ τὸν τέταρτο αἰῶνα λοιπὸν διακρίνεται ἡ τάξη τῶν φωτιζομένων. Πρόκειται γιὰ τοὺς κατηχουμένους ἐκείνους πού, ὕστερα ἀπὸ τριετῆ κατήχηση, κρίνονταν ἕτοιμοι νὰ λάβουν τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Κατὰ κανόνα ἡ βάπτισή τους γινόταν τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα.
Δημιουργήθηκαν λοιπὸν νέες κατηχήσεις, ποὺ ἀπευθύνονταν στοὺς φωτιζομένους κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Παράλ- ληλα συντάχθηκαν καὶ κατηχήσεις γιὰ τοὺς νεοφωτίστους, οἱ ὁποῖες ὀνομάσθηκαν μυσταγωγικές, διότι μυοῦν καὶ εἰσάγουν τοὺς βαπτισμένους στὴν κατανόηση τῶν ἱερῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων συνέταξε πρῶτος συστηματικὴ σειρὰ κατηχήσεων. Σώζονται δεκαοκτὼ κατηχήσεις του πρὸς φωτιζομένους, καὶ πέντε μυσταγωγικές.
Οἱ τελευταῖες ἐκφωνήθηκαν ἀμέσως μετὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, κατὰ τὴν Διακαινήσιμο ἑβδομάδα, καὶ ἑρμηνεύουν τὰ μυστήρια τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καὶ τῆς θείας Λειτουργίας.
Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, τὴν κατήχηση τοῦ νεοφωτίστου νηπίου ἀναλαμβάνουν πλέον ὁ ἀνάδοχος καὶ οἱ γονεῖς τοῦ παιδιοῦ, μὲ τὴν συμπαράσταση βέβαια τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τοῦ Ἱερέως τῆς ἐνορίας.
γ. Σκοπὸς τῆς Κατηχήσεως
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος μᾶς προτρέπει νὰ εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτοῦντι ἡμᾶς λόγον περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος, δηλαδή, νὰ ξέρουμε τί νὰ ἀπολογηθοῦμε σὲ ὅποιον μᾶς ρωτᾶ γιὰ τὴν πίστη μας.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συμπληρώνει: «Ὅταν οἱ χριστιανοὶ δὲν ξέρουν νὰ ἀποκριθοῦν στοὺς ἀπίστους καὶ αἱρετικοὺς ποὺ τοὺς ρωτοῦν περὶ πίστεως, θὰ λένε ἐκεῖνοι πὼς ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶναι ἕνα ψέμα».
Δὲν δικαιολογεῖται λοιπὸν ἕνας ὀρθόδοξος χριστιανός, νὰ μὴν γνωρίζη τί πιστεύει, ἰδιαίτερα μάλιστα στὴν σημερινὴ ἐποχή, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ καὶ ποικίλη πληροφόρηση.
Δὲν εἶναι ὅμως μόνον αὐτὸς ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο κρίνεται ἀναγκαία ἡ κατήχηση ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει καὶ ἕνας πολὺ βαθύτερος λόγος.
Στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς Μαθητές Του: Ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν.
Μὲ τὴν διδασκαλία Του ὁ Χριστός, ἐπὶ τρία ἔτη, καθάρισε τὶς καρδιὲς τῶν Μαθητῶν Του, καὶ τοὺς κατέστησε ἄξιους νὰ παρακαθήσουν στὸ εὐχαριστιακὸ Δεῖπνο, καὶ νὰ δεχθοῦν λίγο ἀργότερα τὴν πληρότητα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα, ἡ Ὀρθόδοξη Κατήχηση δὲν εἶναι ἁπλὰ μία θεωρητικὴ ἀνάλυση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ ἀποβλέπει καὶ στὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι ἡ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία προκειμένου νὰ θεραπεύση τὸν πεπτωκότα ἄνθρωπο, καὶ νὰ τὸν ὁδηγήση προοδευτικὰ στὴν θέωση. Ἐδῶ βρίσκεται ὁ σκοπὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Μὲ βάση τὰ προηγούμενα καταλαβαίνουμε πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ὄχι μόνον ἡ συγγραφὴ κάποιων βοηθημάτων Ὀρθοδόξου Κατηχήσεως, ἀλλά κυρίως καὶ ἡ παρουσία ἐμπείρων πνευματικῶν ὁδηγῶν γιὰ τὸ ὑπεύθυνο καὶ δύσκολο αὐτὸ ἔργο.
Σὲ κάθε περίπτωση ἀποτελεῖ ἀσφάλεια ἡ χρησιμοποίηση τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι κοπίασαν, καθάρισαν τὴν καρδιά τους, ἔφθασαν στὴν θέωση, καὶ κατέγραψαν γιὰ χάρη μας τὴν πολύτιμη πεῖρα τους.
Του Ιερομονάχου Γρηγορίου Χατζηεμμανουήλ Αγιορείτου