Οἱ ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἄνθρωποι εἶναι ἀῤῥωστημένες προσωπικότητες, ἀφοῦ μόνον διὰ τῆς Θείας χάριτος θεραπεύεται ἡ ἀνθρωπίνη ὑπόστασις. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, οἱ ἐγωϊστὲς καὶ ὑπερήφανοι (οἱ κοινῶς «μπερδεμένοι»), πολλὲς φορὲς ἐπιβάλλονται στούς φυσιολογικοὺς καὶ στοὺς ἡσύχους, διότι ἔχουν πεῖσμα.
Ὁ ἐγωϊσμός τους, τοὺς σπρώχνει στὸ νὰ θέλουν νὰ κυριαρχήσουν καὶ νὰ ἐξουσιάζουν τοὺς ἄλλους.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας, τοὺς ὀνόμαζε «μπερδεμένους καὶ ἀπροσάρμοστους». Αὐτοὶ καταφέρνουν νὰ ὑποτάσσουν τοὺς ταπεινοὺς καὶ φυσιολογικούς.
Αὐτοὶ «ὑπερτεροῦν καὶ στὸν κόσμο, γιατὶ αὐτοὶ εἶναι πιὸ πολλοὶ καὶ βρίσκουν ὁπαδούς». Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ κοσμικὰ καὶ δὲν τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολές, ἀκόμη καὶ ἄν ἔχει βαπτισθεῖ, ἀρνεῖται τὸν Χριστό.
Ἔτσι, παραμένει πρακτικὰ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἐκτὸς τοῦ μόνου ἀληθινοῦ ψυχοθεραπευτηρίου· ὁπότε εἶναι ψυχικὰ ἄῤῥωστος.
Ὅσοι ἀρνοῦνται μὲ τὴν ζωή τους, ἤ καὶ μὲ τὰ λόγια τους, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια, εἶναι καὶ παραμένουν ἄῤῥωστοι ψυχικά, ἀπροσάρμοστοι, μπερδεμένοι.
«Εἶναι» καθὼς ἔλεγε χαρακτηριστικὰ «σὰν τὰ ἄῤῥωστα παιδιὰ πού, ἐπειδὴ τοὺς ἔλειψαν οἱ γονεῖς ἤ χώρισαν ἤ μάλωσαν, ἔγιναν ἀπροσάρμοστα. Καὶ στὶς αἱρέσεις πηγαίνουν ὅλοι οἱ μπερδεμένοι. Μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων».
Ὅσοι παραμένουν ἐκτὸς Ἐκκλησίας παραμένουν ἀθεράπευτοι, δοῦλοι τῶν παθῶν τους, (δηλαδὴ ἐγωϊσμός, ὑπερηφάνεια, κενοδοξία, λύπη, πορνεία, γαστριμαργία, λαιμαργία, θυμός μνησικακία κ.λπ), τοῦ κόσμου καὶ τοῦ διαβόλου. «Καὶ τότε», ἔλεγε μὲ περίσκεψι ὁ Γέροντας, «ποῦ νὰ εἰσέλθει ὁ Χριστός, ποῦ νὰ σταθεῖ; Εἶναι ὅλα μέσα μας κατειλημμένα».
Ὁ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωπος βιώνει τὴν κατάθλιψι καὶ ὅλα τὰ ἄλλα λεγόμενα «ψυχολογικά», ποὺ στὴν οὐσία εἶναι πνευματικά, προκαλούμενα ἀπὸ τὸν διάβολο, προβλήματα.
Ἡ κατάθλιψις καὶ τὰ διάφορα ἄλλα ψυχολογικά, εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
«Κύριον αἴτιον στὴν κατάθλιψι», ἐδίδασκε ὁ διακριτικὸς Γέροντας, «καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ τὰ λένε πειρασμικά, σατανικά, ὅπως εἶναι ἡ νωθρότης, ἡ ἀκηδία, ἡ τεμπελιά, ποὺ μαζὶ μ’ αὐτὰ εἶναι τόσα ἄλλα ψυχολογικά, δηλαδὴ πειρασμικὰ πράγματα, εἶναι ὅτι ἔχεις μεγάλον ἐγωϊσμὸν μέσα σου».
Πίσω ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμὸ κρύβεται βέβαια τὸ δαιμόνιο τῆς φιλαυτίας. Ὁ ἐγωϊσμὸς εἶναι ἡ βάσις, ἡ αἰτία τῆς εἰσαγωγῆς καὶ δράσεως τοῦ πονηροῦ στὸν ἄνθρωπο.
Ὅσο αὐξάνεται ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὸν Θεόν, τόσον αὐξάνεται καὶ ἡ κατάθλιψις, τὸ ἄγχος καὶ ὅλα τὰ ἀνωτέρω λεγόμενα «ψυχολογικά» καὶ ψυχοσωματικὰ νοσήματα. «Ἤ θὰ ζοῦμε τὸν Χριστὸ καὶ θὰ ἔχουμε τὰ θεῖα βιώματα καὶ τὴν εὐτυχία ἤ θὰ ζοῦμε στὴ μελαγχολία καὶ στὴ λύπη» τόνιζε μὲ ἔμφασι.