Ήταν κάποτε 2 φίλοι, όπου ο ένας ήταν θρησκεύομενος και κατόρθωσε τον άλλον, που ήταν ένας πολύ αμαρτωλός, να τον πείσει να εξομολογηθεί για πρώτη φορά.
Όταν τελείωσαν την εξομολόγηση και πήραν το δρόμο της επιστροφής, ο θρησκεύουμενος ρωτάει τον φίλο του, τί κανόνα του έβαλε ο εξομολόγος.
– Κανένα, απάντησε εκείνος, μάλιστα με άφησε να Κοινωνήσω.
Παραξενεύτηκε τόσο πολύ ο θρησκεύομενος με αυτά που άκουσε από τον φίλο του, που επέστρεψε πίσω στον εξομολόγο, να του ζητήσει το λόγο. Τον ρώτησε λοιπόν, για ποιό λόγο άφησε τον φίλο του να Κοινωνήσει, αφού ερχόταν για πρώτη φορά να εξομολογηθεί, ενώ τον ίδιο δεν τον άφησε να Κοινωνήσει, ενώ εξομολογείται συνέχεια και μάλιστα χρόνια:
Και ο πνευματικός του είπε:
– Πράγματι ο φίλος σου είχε πολλές και βαριές αμαρτίες. Αυτές τις αμαρτίες τις εξέλαβα σαν ξύλα, που τα συγκέντρωσα σε ένα μέρος. Στο τέλος τον ρώτησα, αν έχει εχθρούς και αν τους συγχώρεσε.
Και αυτός με απάντησε, ότι έχει εχθρούς, τους οποίους συγχώρεσε. Αυτό που με είπε, το εξέλαβα σαν ένα σπίρτο που με έδωσε και βάζω με αυτό μια φωτιά στα ξύλα και τα έκαψα!
Χάθηκαν, γι΄αυτό και του είπα να Κοινωνήσει. Εσύ πάλι όταν ήρθες μέσα, με είπες ότι νηστεύεις, προσεύχεσαι και κάνεις ελεημοσύνες. Αυτό το πράγμα το εξέλαβα σαν ένα πολύ καλό αλεύρι, που το έβαλα σε μια σκάφη για να το ζυμώσω.
Σε έθεσα το ίδιο ερώτημα, αν έχεις εχθρούς και αν τους συγχώρεσες. Και με είπες, ότι έχεις εχθρούς, αλλά δεν τους συγχώρεσες. Μάλιστα συμπλήρωσες λέγοντας, ότι με αυτά που σε έκαναν οι εχθροί σου, αν ήμουν και εγώ στη θέση σου, δεν θα τους συγχωρούσα.
Αυτό το πράγμα, που με είπες, το εξέλαβα σαν ένα πικρό προζύμι και το έβαλα να ζυμώσω το αλεύρι σου, αλλά το αλεύρι σου χάλασε όλο και το πέταξα. Γι΄αυτό και δεν σε επέτρεψα να Κοινωνήσεις…
+ Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας