Κάποιος Αδελφός εννιά ολόκληρα χρόνια βασανιζόταν από ένα κακό λογισμό. Κάθε μέρα έκλαιγε κι έλεγε κατακρίνοντας τον εαυτό του:

— Είμαι αίτιος γι’ αυτόν. Θα χάσω την ψυχή μου.

Αγωνιζόταν σκληρά. Του κάκου όμως. Ήταν αδύνατον ν’ απαλλαγή. Στο τέλος κάμφθηκε η αντιστασίς του. Έπεσε σ’ απόγνωσι.

— Έχασα πια την ψυχή μου, συλλογίστηκε. Γιατί να μένω άσκοπα στην έρημο; Ας γυρίσω στον κόσμο.

Έτσι πήρε το δρόμο για την πολιτεία. Μα καθως περπατούσε με βαρειά καρδιά, άκουσε πίσω του φωνή:

— Δυστυχισμένε, έτσι ποδοπατάς τ’ αμάραντο στεφάνι που εννιά χρόνια με την υπομονή σου έπλεκες; Γύρισε πίσω να το αποτελειώσης.

Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στη θλιμμένη καρδιά του Αδελφού. Με σταθερό βήμα τώρα ξαναπήρε το δρόμο για την έρημο. Μα κι ο Αγαθός Θεός αφάνισε το λογισμό του.

* * *

Ένας νέος, παρασυρμένος από την τρομερή δύναμι της κακής συνήθειας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα. Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στον Θεό μ’ αυτά τα πονεμένα λόγια: «Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δε θέλω.

Εγώ σαν χωματένιος, που είμαι, τραβιέμαι εύκολα από την λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως έχεις τη δύναμι να μ’ εμποδίσης. Δεν είναι θαυμαστό, Θεέ μου, αν ελεήσης τον δίκαιο, ούτε αν σώσης τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευθούν την αγαθότητά σου.

Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε, Κύριε, το έλεος και τη φιλανθρωπία Σου, και σώσε με με θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ’ όλη την αθλιότητά μου σε Σε μόνο καταφεύγω ο δυστυχής».

Αυτά έλεγε με συντριβή ο νέος και όταν κυριευόταν από το πάθος και όταν ακόμη ήτο ήρεμος. Κάποια φορά, που πάλι νικήθηκε ύστερα από αγωνιώδη αντίστασι, γονάτισε παρευθύς κι επανέλαβε τα ίδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων.

Η ακατανίκητη ελπίδα του στη θεία ευσπλαγχνία ερέθισε τον διάβολο. Παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία και του φώναξε:

— Άθλιε, δεν νοιώθεις λίγη ντροπή, όταν με τέτοια χάλια τολμάς να προσεύχεσαι και να παίρνεις στο στόμα σου του Θεού το όνομα; Μάθε μια για πάντα πως για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.

Ο γενναίος αγωνιστής δε φοβήθηκε, ούτε την ελπίδα του έχασε, όπως περίμενε ο διάβολος.

— Μαθε κι εσύ, του αποκρίθηκε θαρρετά, πως το δωμάτιο αυτό είναι σιδηρουργείο. Μια σφυριά δίνεις και μια παίρνεις. Δε θα πάψω να σε πολεμώ με τη μετάνοια και την προσευχή, ώσπου να βαρεθής να με πολεμάς κι εσύ με την αμαρτία.

— Έτσι λοιπόν; φώναξε ο διάβολος με κακία. Από δω κι εμπρός παύω να σε πολεμώ, για να μην αυξηθούν τα βραβεία της υπομονής σου. Κι έγινε άφαντος.

Από τη στιγμή εκείνη έπαψε ο πόλεμος του νέου. Εκείνος όμως ούτε μια στιγμή δεν έπαυσε να προσέχη τον εαυτό του και έκλαιε συχνά σαν θυμόταν τα σφάλματά του.

— Εύγε σου! Έχεις κατάνυξι, του ψιθύριζε καμμιά φορά στo λογισμό του ο εχθρός για να τον ρίξη τώρα στην υψηλοφροσύνη.

— Ανάθεμά σε τούτο το καλό, αποκρινόταν με περιφρόνησι ο νέος. Μήπως αρέσει στο Θεό να χάση ο άνθρωπος την καθαρότητα της ψυχής του με ρυπαρές πράξεις κι ύστερα να κάθεται να κλαίη;

(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη εκδ. Λυδία)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ