Κατέβηκε κάποτε στην πόλι ο Αββάς Μακάριος με τον υποτακτικό του. Στο δρόμο, που περπατούσαν, άκουσε ένα μικρό παιδί να λέη στη μητέρα του:
— Μητέρα, ένας πλούσιος μ’ αγαπά, αλλά εγώ ούτε να τον ακούσω θέλω, κι ένας φτωχός με κατατρέχει κι εγώ τον αγαπώ.
Ο Γέροντας σταμάτησε και παρακολούθησε την παιδική κουβέντα με εξαιρετικό ενδιαφέρον.
— Άκουσες, τι είπε ο μικρός; ρώτησε τον μαθητή του.
— Ναι, αλλά είναι λόγια ανόητα, αποκρίθηκε εκείνος.
— Καθόλου μάλιστα, είπε τότε ο Όσιος. Σκέψου πώς ο Κύριος μας, πλούσιος σε έλεος, μας αγαπά κι εμείς τον παρακούμε. Κι ο διάβολος, άμοιρος από κάθε καλό και εχθρός μας άσπονδος, που μας μισεί και θέλει με κάθε τρόπο να μας βλάψη, κι εμείς τον ακολουθούμε και κάνομε όλα του τα θελήματα.
(Γεροντικόν,μοναχής Θοεδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)