Κάθε άνθρωπος που σε βλάπτει είναι θύμα του διαβόλου
‘Αν κάποια μέρα’, άρχισε να μου λέει ο Παππούλης, ‘ περπατάς ήσυχος στο δρόμο σου και δεις τον αδελφό σου να προπορεύεται κι αυτός ήσυχα, αλλά σε μια στιγμή αντικρίσεις έναν κακοποιό άνθρωπο, να πετάγεται ξαφνικά από μία πάροδο και με ένα μαχαίρι να ορμά καταπάνω στον αδελφό σου, να τον κτυπά, να του τραβά τα μαλλιά, να τον πληγώνει και να τον ρίχνει κάτω ματωμένο, εσύ, μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, θα οργισθείς εναντίον του αδελφού σου ή θα τον λυπηθείς;’
Παραξενεύτηκα με την ερώτηση του Γέροντα και τον ρώτησα κι εγώ με τη σειρά μου
– Πώς είναι δυνατόν να οργισθώ εναντίον του πληγωμένου αδελφού μου, που έπεσε θύμα του κακοποιού; Ούτε καν πέρασε από το νου μου τέτοια σκέψη. Ασφαλώς και θα λυπηθώ και θα προσπαθήσω να τον βοηθήσω όσο μπορώ.
– ‘Ε, λοιπόν ‘, συνέχισε ο Γέροντας, ‘ κάθε άνθρωπος, που σε προσβάλλει, που σε βλάπτει, που σε συκοφαντεί, που σε αδικεί με οποιοδήποτε τρόπο, είναι ένας αδελφός σου, που έπεσε στα χέρια του κακοποιού διαβόλου.
Εσύ, όταν αντικρίσεις τον αδελφό σου να σε αδικεί, τί πρέπει να κάνεις; Πρέπει να τον λυπηθείς πολύ, να τον συμπονέσεις και να παρακαλέσεις θερμά και σιωπηλά το Θεό, να στηρίξει εσένα, στη δύσκολη αυτή ώρα της δοκιμασίας σου και να ελεήσει και τον αδελφό σου, που έπεσε θύμα του ληστού διαβόλου, κι ο Θεός θα βοηθήσει κι εσένα και τον αδελφό σου.
Διότι, αν δεν το κάνεις αυτό, αν, αντιθέτως, οργισθείς εναντίον του αδελφού σου, αντιτάσσοντας στην επίθεσή του την αντεπίθεση σου, τότε ο διάβολος, που βρίσκεται στο σβέρκο του αδελφού σου, πηδάει και στο δικό σου σβέρκο και σας χορεύει και τους δύο.
Να αγαπάς τους πειρασμούς
Μόνο ένα να προσέξεις, με συμβούλεψε ο Παππούλης. Να ξεκαθαρίζεις τις σκέψεις σου, που από την πολλή σου ευαισθησία πιέζεσαι και θλίβεσαι.
Να τις διώχνεις, να μην παραμένουν. Να αγαπάς τους πειρασμούς που έρχονται και δε θα ταράζεσαι, ούτε θα θλίβεσαι. Να αγαπάς πολύ όλους τους αδελφούς το ίδιο. Να αγαπάς πολύ το Γέροντα. Ένας Γέροντας, ένας Χριστός.
– Πώς θα αγαπήσω τους πειρασμούς και τις δυσκολίες;
– Είναι μεγάλη ιστορία αυτή. Έχει τους τρόπους της. Άμα μπει ο Χριστός στην καρδιά, τη γεμίζει με την αγάπή Του. Τότε δεν υπάρχει μη τούτο, μη εκείνο, μη, μη…Μόνο αγάπη…Πάνω απ’όλα η Αγάπη.
Τα μη ήσαν προ Χριστού. Τα κατήργησε ο Χριστός. Έφερε την Αγάπη. Παράδεισος είναι η ζωή του Χριστού, η υπακοή, η ταπείνωση.
Να ευχαριστείς το Θεό για τον πειρασμό σου
Και κάποιος άλλος που είχε πρόβλημα αρκετά σοβαρό και πήγε και κλαιγότανε στο γέροντα και ξανακλαιγόταν, του λέει, αφού ήταν ανθρωπίνως άλυτο. ‘ Άκου, παιδί μου, σου εμπιστεύθηκε ο Θεός ένα μικρό πειρασμό, μία μικρή δυσκολία, ένα προβληματάκι…
Κι εσύ αντί να χαρείς γι’αυτό που σου εμπιστεύθηκε, κάθεσαι και στενοχωριέσαι; Πες, Χριστέ μου, να είναι ευλογημένο! Αφού εσύ επέλεξες αυτό, ή η αδυναμία μου όρισε αυτό κι εσύ το ανέχεσαι, να είνια ευλογημένο…Και ευχαριστώ Θεέ μου.
Ξεχνάμε να λέμε ευχαριστώ και στην θλίψη και στον πόνο. Κάποτε ήταν ένα παιδάκι που το πείραζαν τα άλλα παιδιά, γιατί ήταν λίγο αδύνατο, λίγο ντροπαλό κ.λ.π. Και στενοχωριότανε και πονούσε. Πήγαινε στο σπίτι κι έκλαιγε. Παραπονιότανε στη γιαγιά – η μητέρα του είχε πεθάνει. Η γιαγιά ήταν πιστή. Μη στενοχωρ
ιέσαι ,παιδί μου, του έλεγε, να ευχαριστείς το Θεό και γι’αυτό και για όλα. Πέρασε καιρός , κατάλαβε. Τα καλά λογάκια όταν πέφτουν στην ψυχή, μένουν, να ξέρετε. Σιγά σιγά καλλιεργούνται, καρποφορούν και βγαίνουν’.
Ζω με το φόβο των ‘ παρατηρήσεων ‘
Ήμουν στενοχωρημένος για μερικές παρατηρήσεις και επιπλήξεις που μου έκαναν, ενώ μέσα μου δεν καταλάβαινα ότι έφταιγα.
– Μα γιατί, Γέροντα, συνέχεια με μαλώνουν; Με το παραμικρό ο Γέροντας στο Μοναστήρι, αυτές τις μέρες μου κάνει παρατηρήσεις. Μου έρχονται ουρανοκατέβατες ξαφνικά, ενώ εγώ νόμιζα ότι έκανα καλά.
Μέσα μου λυπούμαι πολύ και νιώθω ένα πλάκωμα και φόβο, ότι κάθε στιγμή θα με ξαναπαρατηρήσει.
– Βρε, αυτός πάει να σε αγιάσει κι εσύ κλωτσάς; Τί είναι αυτό που σου λέει ο Γέροντάς σου; Έπρεπε να ήσουν εκεί στα Καυσοκαλύβια. Που λες, μια φορά με συνείχε ο λογισμός για τους γονείς μου. Τους πόνεσα και το εξομολογήθηκα στους Γεροντάδες μου. Πρώτη φορά με ρωτούσαν…
– Πώς αισθάνεσαι, παιδί μου;
– Καλά, είμαι πολύ στενοχωρημένος.
– Ναι, αλλά δε ρώτησες και μας, αν είμαστε στενοχωρημένοι.
– Με συγχωρείτε. Πάντως εγώ νιώθω πολύ ευχαριστημένος. Εύχομαι στο Χριστό μας να γίνω καλός, να είστε κι εσείς ευχαριστημένοι μαζί μου. Στο δρόμο δεν είχα ευλογία να μιλώ με κανένα. – Ευλογείτε – ευλόγησον, και δρόμο…
Αργότερα έμαθα ότι ήταν πολύ αυστηροί και κανένας δεν έκανε μαζί τους. Όλοι έφευγαν. Εμένα μου φαίνονταν καλοί. Και στενοχωριόμουν που δεν είχα δυσκολίες.
(Ανθολόγιο Συμβουλών,Γέροντος Πορφυρίου σελ. 206-219)