Το ότι ο Χρυσόστομος είπε, «Ο δικός μας Χριστός δεν ζωγραφίζεται στους τοίχους», εγκωμιάζοντας τον άγιο Ρωμανό, δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά λέξη, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε με ποιόν μιλώντας το είπε, γιατί στις ομιλίες πρέπει να κοιτάζουμε και τον χρόνο και το πρόσωπο και τον τρόπο με τον οποίο έγιναν.
Τον χρόνο, επειδή δεν είχαν νομοθετηθεί στους παλιούς τα ίδια με μας που ζούμε στα χρόνια της χάριτος. Το πρόσωπο, γιατί άλλο είναι το αιρετικό, και άλλο το πρόσωπο του ορθοδόξου.
Τον τρόπο, γιατί, δεν είναι το ίδιο να συζητά κανείς δογματικά, και να απευθύνει λόγο πιο απλοϊκό. Με ποιόν λοιπόν συζητούσε ο Χρυσόστομος; Άραγε με ορθόδοξο που αναστήλωνε την εικόνα του Χριστού;
Κάθε άλλο, αλλά με κάποιον ειδωλολάτρη, ο οποίος την αιτία που είναι ανώτερη όλων, την χαρακτηρίζει πιο τελευταία και από τα τελευταία όντα, όπως λέει ο θείος Διονύσιος και δεν δέχεται ότι αυτή υπερέχει από τα άθεα και πολυειδή μορφώματα που πλάθονται από αυτόν.
Καλώς λοιπόν και πολύ εύλογα είπε ο πατέρας• «Ο δικός μας Χριστός δεν ζωγραφίζεται στους τοίχους» (εξυπακούεται βέβαια ως προς τη φύση της θεότητας), όπως οι θεοί εκείνου που στήνονταν στους τοίχους και περιορίζονταν εκεί, χωρίς να έχουν κανένα άλλο νόημα παρά μόνο ότι βλέπονται από αυτούς που τους βλέπουν…
(ΕΠΕ Φιλοκαλία, έργα Θεοδώρου τομος 3, 455)