Οἱ ἀπόψεις τοῦ Αγίου Βασιλείου γιά τό κακό “μάτι” και τήν βασκανία (μάτιασμα): «Οἱ βάσκανοι καί φθονεροί ἄνθρωποι, αὐτοί δηλαδή πού ἔχουν κυριευθεῖ ἀπό τό πάθος τῆς βασκανίας, ἔχουν ἀπό παλαιότερα χαρακτηρισθεῖ πιό καταστροφικοί ἀκόμη καί ἀπό τά δηλητηριώδη ἑρπετά.
Τά ζῶα αὐτά δηλαδή χρειάζεται νά δαγκώσουν κάποιον γιά νά βάλουν μέσα του τό δηλητήριο καί σιγά σιγά νά προχωρήσει ἡ σήψη ἀπό τό μέρος τοῦ σώματος πού δαγκώθηκε καί δηλητηριάσθηκε.
Οἱ βάσκανοι ὅμως καί φθονεροί ἄνθρωποι εἶναι πιό καταστροφικοί ἀπό τά δηλητηριώδη ἑρπετά, καθότι αὐτοί δέν χρειάζεται νά δαγκώσουν κάποιον, ἀλλά, ὅπως θεωροῦν ὁρισμένοι, ἔχουν τήν δυνατότητα νά βλάπτουν τούς συνανθρώπους τους ἀκόμη καί μόνο μέ τά μάτια τους.
Ὅταν δηλαδή ματιάζουν τούς συνανθρώπους τους, πού ἔχουν πολύ ὑγιῆ καί πάρα πολύ ὄμορφα σώματα λόγω τῆς νεότητος, καταφέρνουν νά μαραίνουν τά σώματα αὐτά καί νά τά κάνουν νά χάνουν ἀπότομα ὅλη τους τήν δύναμη, σάν νά ἀπορρέει ἀπό τά φθονερά μάτια τους κάποιο καταστρεπτικό ρεῦμα, τό ὁποῖο βλάπτει καί κυριολεκτικά καταστρέφει τούς γύρω τους.
Ἐγώ βέβαια ἀπορρίπτω κατηγορηματικά αὐτή τήν ἀντίληψη ὡς ἀστήρικτη σκέψη τῶν ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων καί θεωρῶ ὅτι εἶναι μία παρείσακτη ἀντίληψη πού μεταφέρθηκε ἀπό τίς γριούλες πρός τόν γυναικεῖο κυρίως πληθυσμό» (Περί φθόνου, κεφ. δ΄, P.G.31, 380).
Ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν βασκανία, τόν φθόνο δηλαδή, ὡς ἀνθρώπινο πάθος καί ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Θεωρεῖ ἐπίσης τήν βασκανία ὡς πηγή καί αἰτία γιά πολλές κακές πράξεις πού βλάπτουν τόν συνάνθρωπο (συκοφαντία, κλοπή, ὑποκρισία, ἀγνωμοσύνη, εἰρωνεία, ἀντιζηλία, ὕβρεις, περιφρόνηση καί ἄλλες).
Ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται ἐπίσης τήν βασκανία ὡς μία ἐπήρεια τοῦ διαβόλου, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἔχει ὡς ἀφορμή τόν ἀνθρώπινο φθόνο καί τό φθονερό βλέμμα, ἀνήκει ὅμως ὡς ἀρνητική ἐπίδραση καί ἐπήρεια ὁλοκληρωτικά στόν διάβολο καί ὄχι φυσικά στό μάτι ἤ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀρνεῖται τήν ἐπήρεια τῆς βασκανίας ὡς καθαρά σατανικῆς πολεμικῆς καί ἐπιδράσεως πρός τόν ἄνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς δέν ἀρνεῖται καί τήν σατανική ἐπίδραση στόν ἄνθρωπο ἐξ αἰτίας τῆς μαγείας, χωρίς φυσικά νά φοβᾶται καμία ἀπό αὐτές.
Ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται τήν βασκανία ὡς βλαπτική ἐπήρεια, ἐπίδραση καί ἐνέργεια πού πηγάζει μέσα ἀπό τόν φθονερό καί βάσκανο ἄνθρωπο, μέσα δηλαδή ἀπό τό μάτι, τό στόμα, τήν καρδιά, τήν ψυχή, τούς λόγους, τήν σκέψη, τήν διάθεση ἤ τίς ἐσωτερικές ψυχικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου.
Σέ καμία δηλαδή περίπτωση ἡ Ἐκκλησία δέν θεωρεῖ ὅτι ἡ βασκανία εἶναι μία ζημιογόνος ἐπίδραση πού πηγάζει ἀπ᾿ εὐθείας ἀπό τό βλέμμα τοῦ συνανθρώπου μας ἤ κάποια ὀλέθρια ἐπήρεια πού ἐκπέμπει ἀπό μόνο του τό ἀνθρώπινο μάτι καί κατ᾿ ἐπέκταση τό ἀνθρώπινο σῶμα ἤ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή.
Τήν ἄποψη γιά ἀπ᾿ εὐθείας καί ἀπό ἀπόσταση βλαπτική ἐπίδραση τοῦ ἀνθρωπίνου ματιοῦ, πού μπορεῖ νά συνοδεύεται καί ἀπό κάποιο λόγο ἤ ἐνδόμυχη διάθεση καί σκέψη φθόνου ἤ θαυμασμοῦ, ἡ Ἐκκλησία τήν ἀπορρίπτει κατηγορηματικά, θεωρώντας την ἑτεροδιδασκαλία καί δεισιδαιμονία.
Ἡ Ἐκκλησία ἐπίσης ἀπορρίπτει τό ξεμάτιασμα, καθώς καί τά παγανιστικῆς προελεύσεως φυλακτά, καί γενικότερα τίς συναφεῖς μή Ὀρθόδοξες πρακτικές προφυλάξεως καί ἀντιμετωπίσεως τῆς βασκανίας.