Ὅταν ο σύγχρονος χριστιανός μιλάει για τόν Θεό, ἐννοεῖ, λίγο πολύ, κάτι πού βρίσκεται πέρα μακριά στόν οὐρανό, ἄγνωστο, ἀκατανόητο, φοβερό, ἀπλησίαστο, πού ἁπλά τό ἀποδέχεται, χρήσιμο γιά ὥρα ἀνάγκης, μερικές φορές τοῦ ἀποδίδει μαγικές ἰδιότητες καί συχνά ἐπαναλαμβάνει τό ἀνορθόδοξο «πίστευε καί μή ἐρεύνα».

Κατά τ’ ἄλλα, αὐτή ἡ πίστη στόν Θεό δέν ἐπιφέρει οὐσιαστική ἀλλαγή στήν ζωή τοῦ χριστιανοῦ.

Μπορεῖ νά ἐκκλησιάζεται μερικές Κυριακές, νά ἔχῃ στήν βιβλιοθήκη του σύγχρονα πνευματικά βιβλία, παλιές εἰκόνες στο σαλόνι, κάποιο κομποσχοίνι στό χέρι, νά δίνῃ καί λίγη ἐλεημοσύνη.

Ὅμως, παραμένει ἀνυπόμονος στό ὅτι οἱ ἄλλοι δέν εἶναι ὅπως τούς θέλει, μίζερος γιά τά χρήματα, βυθισμένος στόν ἀτομισμό, στήν καλοπέραση, στό ἄγχος, στόν ἀνταγωνισμό.
Αὐτό, ὅμως, δέν εἶναι ζωή ἐν Χριστῷ· μυρίζει θάνατο. Σέ τί διαφέρει ὁ χριστιανός σήμερα ἀπό τόν ὑπόλοιπο κόσμο;

Ὅταν δέν ἔχει μακροθυμία, πραότητα, χαρά, ἁπλότητα καί κυρίως ταπείνωση, σημαίνει ὅτι δέν ἔχει νοιώσει τίποτε ἀπό τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Ζωή πού ἀνακαινίζει, μεταμορφώνει καί ὡραιοποιεῖ τόν ἄνθρωπο καί μέσα ἀπό τίς καθημερινές δυσκολίες.

Ὁ χριστιανός, πρῶτα πρῶτα, καλεῖται νά σκύψῃ καί νά ἀκούσῃ τήν φωνή τοῦ Εὐαγγελίου, πού τόν καλεῖ σέ μία συνεχῆ διακινδύνευση τῆς αὐτάρκειας πού τόν διακατέχει, τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ ἐκείνου πού τόν κινεῖ νά λέῃ: «Ἐμεῖς, δόξα τῷ Θεῷ, δέν κάνουμε τά φοβερά καί αἰσχρά πού βλέπουμε καθημερινά στήν τηλεόραση.

Ἡ σκέψη αὐτή εἶναι μᾶλλον δαιμονοκίνητη καί ὁ ἐφησυχασμός πού δίνει ἀσφαλῶς δέν εἶναι καθόλου ἀγαθός.

Δέν θά δώσουμε λόγο στόν Θεό μόνο γιατί δέν πράξαμε τό κακό, ἀλλά καί γιατί δέν πράξαμε τό καλό, δέν ἀγαπήσαμε τρυφερά τήν ἀρετή.

Ἔχουμε μιά μαγική ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας ἐμεῖς οἱ χριστιανοί σήμερα. Λέμε: «Ἄν ἔλθῃς στήν Ἐκκλησία, οἱ δουλειές σου θά πᾶνε καλά». Μά ὑπάρχουν χριστιανοί πιστοί πού εἶναι ἄνεργοι, νέοι ἐπιστήμονες ἀδιόριστοι, ἔμποροι πτωχεύσαντες.

Λέμε: «Ἄν δέν ἔλθῃς στήν Ἐκκλησία, θά καταστραφεῖς». Μά ὁ Χριστός δέν πίεσε ἐρχόμενος καμμία συνείδηση.

Δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά ἀπειλοῦμε, νά φοβερίζουμε τόν κόσμο, παιανίζοντας μάλιστα ἕναν σκοπό πού μιλᾷ γιά ἕναν Θεό ἀνύπαρκτο, ἕναν Θεό, δηλαδή, τιμωρό, ἐκδικητή, τρομοκράτη, φθονερό, ἀντίδικο.

Ἕναν Θεό πού μοιράζει καλές θέσεις ἐργασίας, παχυλούς μισθούς, ὑψηλές συντάξεις, ἐπιδόματα, εὐζωΐα, μακροζωΐα καί λοιπά.

Μοιάζουμε μέ διαφημιστές νέων προϊόντων ὀμορφιᾶς ἤ συνηγόρους τοῦ ἀδικημένου Θεοῦ. Δέν ἔχουμε νοιώσει ἀκόμη ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τοῦ δύστροπου εἰκοστοῦ αἰῶνος ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός πού σώζει καί δέν σώζεται ἀπό κανέναν μας.

Ὁ Χριστός εἶπε, ἄν θέλουμε ἀπό τήν καρδιά μας τήν τελειότητα, ἄς τόν ἀκολουθήσουμε. Οἱ σημερινοί χριστιανοί γίνονται εἰσαγγελεῖς, βασιλικότεροι τοῦ βασιλέως, μέ ζῆλο ἀνεπίγνωστο, μέ σπουδή ἀδιάκριτη, μέ νόθο ἱεραποστολισμό.

Μά, ἀγαπητοί μου, ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν ἄρρωστοι, φτωχοί οἱ πιό πολλοί, συχνά κυνηγημένοι, ἀνήμποροι, καταφρονεμένοι, δέν τούς ἔπιανε τό μάτι σου. Ὁ Χριστός ἐδοξάσθη στόν Γολγοθά.

Ὁ πόνος εἶναι συνοδοιπόρος μας στήν ζωή. Τό σύμβολο τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ Σταυρός. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ παραπληροφόρηση.

Στήν Ἐκκλησία μέσα συνεχίζεται, ἐνυπάρχει ὁ πόνος, ἀλλά ἔχει νόημα, ἔχει διέξοδο, ὁδηγεῖ σέ ἀνάσταση.

Δέν ἔχουμε τό δικαίωμα, ὡς ὁρισμένοι ὑποψήφιοι πολιτικοί, νά ξεγελᾶμε τόν λαό, ὑποσχόμενοι ἐπιγείους παραδείσους. Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι θά ἔχουμε στόν κόσμο αὐτόν θλίψη. Δέν μακαρίζει ὅσους χασομεροῦν στά γέλια.

Ἐπιθυμοῦμε καί δημιουργοῦμε ἕναν νεοχριστιανισμό στά μέτρα μας, στίς ἀνάγκες μας, ἄκοπο, ἄμοχθο, πρόχειρο, εὔκολο, δίχως κανένα κόστος, ἀντιασκητικό, τελικά ἀντιευαγγελικό.

Σέ αὐτή τήν προοπτική, ἡ Θεία Λειτουργία στόν ναό εἶναι μιά ἁπλή ἀκρόαση τῶν λεγομένων, μία θέαση τῶν τελουμένων πού θά μπορῇς νά τήν παρακολουθῇς πιό ἥσυχα καί ἀπό τήν πολυθρόνα σου στό σπίτι ἀπό τήν τηλεόραση ἤ τό ραδιόφωνο στό αὐτοκίνητο.

Δέν εἶναι θυσία, συμμετοχή, ἐγρήγορση, ἐπί τῷ αὐτῷ πάντων τῶν ἀδελφῶν συγκοινωνούντων καί θερμά δεομένων.

Ἄν δέν γνωρίσουμε τό φῶς τῆς χάριτος, λέμε ὅτι εἴμαστε καλά καί στό ἡμίφως. Στό φῶς ἀποκαλύπτεται ἡ πραγματικότητά μας. Μέσα στό φῶς θ’ ἀποκαλυφθῇ ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι αὐτό πού φανταζόμαστε, πού νομίζουμε, πού θά θέλαμε νά εἶναι.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά μητρική ἀγκάλη, πού ὅλους θέλει νά σώσῃ, ἄν θελήσουν νά σωθοῦν. Δέν εἶναι θεσμός, δέν εἶναι ἰδεολογία, δέν εἶναι παράταξη, δέν εἶναι σύστημα, δέν εἶναι μέρος.

Ἡ Ἐκκλησία δέν δικάζει, δέν τιμωρεῖ, δέν ψάχνει γιά ὀπαδούς, δέν μετασχηματίζεται, δέν διαιρεῖ, δέν κουράζεται, δέν ξεκουράζεται, δέν ἀνησυχεῖ νά πείσει ἀποστομωτικά, νά ὑποδουλώσει καί νά κατατροπώσει κανέναν καί ποτέ. Προσέξτε το, παρακαλῶ.

Οἱ χριστιανοί σήμερα πρέπει νά γίνουμε οἱ ἄνθρωποι τῶν καθαρῶν βιωμάτων, νά μιλᾷ πιό βροντερά ἡ ζωή μας ἀπό τά πολλά λόγια μας, νά μήν ἀπαιτοῦμε μέ προπέτεια τό θαῦμα, νά μή βιαζόμαστε στήν προσευχή, ν’ ἀκοῦμε καί τόν ἄλλο, ὅποιος κι ἄν εἶναι, νά ὑπομένουμε τήν ἀντίδραση, τήν ἀντίσταση τοῦ ἄλλου, νά συνεργασθοῦμε μέ τόν Θεό.

Ἐμεῖς θά τοῦ δώσουμε τόν ἑκούσιο κόπο μας, τήν ἄσκηση, κι Ἐκεῖνος τήν χάρη Του καί τό ἔλεός Του, ἀφοῦ πάντοτε ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνεργεία Θείας Χάριτος καί ἀνθρώπινης ἐνέργειας. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κι ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας του εἶναι ἡ θέωση.

Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἁγιάζουν τόν ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος καθαριζόμενος φωτίζεται καί θεώνεται. Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ἡ ἀνθρωπολογία, ἡ ἐκκλησιολογία καί ἡ ἀσκητική τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μήν ψάχνουμε γιά ἄλλες ἀτραπούς, ὅταν μία εἶναι ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας, τῆς θεώσεως, τῆς τελειότητος.

τοῦ Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ