Ο μέγας Γρηγόριος, αφού σπούδασε ολόκληρη την ελληνική σοφία και γνώρισε εμπειρικά πόσο αβάσιμες, αντιφατικές και αψήφιστες ήταν οι δοξασίες της, έγινε μαθητής του Ευαγγελίου του Χρίστου. και πριν ακόμη αναγεννηθεί με το βάπτισμα, έκανε τέτοια ζωή, ώστε καμιά κηλίδα αμαρτίας να μη φέρει στο (ιερό) λουτρό.
Έμενε λοιπόν στην Αλεξάνδρεια, όπου μαζεύονταν όλοι όσοι είχαν ζήλο για τη φιλοσοφία και την ιατρική. και ή παρουσία του ήταν ενοχλητική στους συνομηλίκους του – παρουσία ενός νέου στολισμένου με σωφροσύνη ανώτερη από των γερόντων -, γιατί του αγνού ο έπαινος αποτελούσε ντροπή για τους αμαρτωλούς.
Για να έχουν λοιπόν κάποια δικαιολογία οι ακόλαστοι και να μη φαίνονται ότι μόνο αυτοί είναι τέτοιοι (άνθρωποι), μηχανεύονται ένα τέχνασμα, για να ρίξουν λάσπη στη ζωή του μεγάλου (Γρηγορίου). και για να τον συκοφαντήσουν, παρουσιάζουν κάποια κοινή γυναίκα, από ένα παλιόσπιτο, γνωστή για την έξαχρείωσή της.
Καθώς λοιπόν εκείνος συζητούσε με σεμνότητα, όπως συνήθιζε, για κάποιο φιλοσοφικό ζήτημα με τους λόγιους άνδρες (του τόπου), πλησιάζει ή (διεφθαρμένη εκείνη) γυναίκα κουνιστή και λυγιστή, δείχνοντας, με όλα όσα έλεγε και έκανε, πώς τον γνωρίζει τάχα καλά.
“Ύστερα άρχισε να παραπονιέται, ότι δεν της δίνει όσα της χρωστάει, προσθέτοντας με αδιαντροπιά και τους λόγους, για τους οποίους δεν της πλήρωνε δήθεν την αμοιβή (της ακολασίας).
“Όσοι γνώριζαν τη ζωή του αγίου, αγανάκτησαν και στράφηκαν οργισμένοι εναντίον της γυναίκας.
Εκείνος, απεναντίας, ούτε ταράχθηκε, όπως αυτοί πού θύμωσαν για χάρη του, ούτε είπε τίποτα πού να δείχνει τη δυσφορία του, όπως θα ‘ταν φυσικό, για τη συκοφαντία, ούτε κάλεσε κανένα μάρτυρα για το βίο του, ούτε με όρκο αρνήθηκε την κατηγορία, ούτε καυτηρίασε την κακία εκείνων πού έστησαν τη σκευωρία εναντίον του.
Άλλα με ηρεμία και με φωνή κανονική στράφηκε σ’ έναν από τους φίλους του και του είπε:
– Δώσε της τα χρήματα (πού ζητάει), για να μη μας ενοχλεί περισσότερο και να μην εμποδίζει τη συζήτηση πού κάνουμε.
Ή πόρνη του είπε πόσα ζητούσε από τον άγιο, και αμέσως της τα μέτρησε όλα. “Έτσι πήρε τέλος ή επιβουλή των ακολάστων εναντίον του αγνού.
Καθώς όμως εκείνη ή ξεδιάντροπη κρατούσε στα χέρια της τα κέρδη, τότε κιόλας έρχεται από το Θεό τόσο ή απόδειξη της αγνείας του νέου όσο και ο έλεγχος της συκοφαντίας των συνομηλίκων του.
Τη στιγμή δηλαδή πού έπαιρνε στα χέρια τα χρήματα, (κυριεύθηκε από) δαιμονικό πνεύμα, (πού) την παραμόρφωσε. Έβγαλε ένα σπαραχτικό μουγκρητό – θηρίου περισσότερο παρά ανθρώπου – κι έπεσε στη γη μπρούμυτα, ανάμεσα στους συγκεντρωμένους.
Την ίδια στιγμή οι παρόντες βρέθηκαν μπροστά σ’ ένα φρικτό και φοβερό θέαμα: Ξερίζωνε και μαδούσε τα μαλλιά της με τα ίδια της τα χέρια, ενώ τα μάτια της είχαν γυρίσει ανάποδα κι από το στόμα της έβγαζε αφρούς!
Το δαιμόνιο, (πού την είχε κυριέψει), δεν σταμάτησε να την καταπνίγει, ώσπου ο ίδιος ο μέγας εκείνος (Γρηγόριος) επικαλέστηκε το Θεό και Τον παρακάλεσε να τη λυπηθεί.
Τέτοια ήταν τα περιστατικά των νεανικών χρόνων του θαυμαστού Γρηγορίου – άξια προοίμια της κατοπινής βιωτής του.