Κύριε κλέφτη, πάρε ότι θέλεις!
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Πολλὰ θὰ γραφοῦν στὸ μέλλον γιὰ τὸ φωτισμένο καὶ ἁγιασμένο Γέροντα, τὸν ἐρημίτη τοῦ δάσους τῆς Φαιᾶς Πέτρας, τὸν ὁμόζηλο καὶ ἰσοστάσιο τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου, πατέρα Εὐσέβιο Βίττη.
Τότε ποὺ θὰ ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ ἀναδειχθεῖ αὐτὸς ὡς μεγάλη προσωπικότης λόγῳ τοῦ ἱεραποστολικοῦ του ζήλου, τῆς προσευχητικῆς του καταστάσεως, τοῦ κηρυκτικοῦ του ἔργου, τοῦ ὕψους τῆς κενωτικῆς ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας του, τοῦ ἀπύθμενου βάθους τῆς θεολογικῆς του σκέψεως, τῶν μοναδικῶν συγγραμμάτων του.
Γιὰ τὰ κηρύγματά του ποὺ εἶχαν ἀμεσότητα στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν ἐργαζόταν συστηματικὰ καὶ ταυτόχρονα προσευχόταν.
Ὅταν κάποτε τὸν ρώτησαν γιατὶ προετοιμάζεται τόσο πολὺ γιὰ τὶς ὁμιλίες του εἶχε ἀπαντήσει μὲ πλάγια ἐρώτηση: «Πόσα ξύλα πρέπει νὰ κάψουμε γιὰ μιὰ χούφτα στάχτη»; Μὲ αὐτὴ τὴ φράση ἐννοοῦσε, ὅτι γιὰ νὰ πεῖ κάποιος λίγα ζουμερὰ λόγια χρειάζονται πολλὲς προετοιμασίες.
Ὁ πατὴρ Εὐσέβιος ἦταν ἕνας διάττοντας ἀστέρας ποὺ ἀνέλειλε στὴ Βλάστη τῆς Μακεδονίας μας φώτισε στὸ πέρασμά του τόσο τὴ Σουηδία ὅσο καὶ τὰ μέρη τοῦ Σιδηροκάστρου τῆς εὐλογημένης μας Ἑλλάδος, καὶ ἔδυσε σὲ αὐτὸ χωρὶς νὰ παύσει νὰ φωτίζει μὲ τὴ φωταύγεια τῶν συγγραμμάτων του, τῶν λόγων καὶ τῶν πράξεών του ὅλο τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς πατρίδος μας.
Ὁ πατὴρ Εὐσέβιος ὑπῆρξε πνευματικός, θεολόγος, συγγραφέας, ἀκάματος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ἀληθινὸς μυσταγωγός, ἀλλὰ καὶ μορφὴ ἀσκητικὴ ἀνυπέρβλητη, ποὺ ζοῦσε τὴν πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ, μὲ λόγο λιτό, σαφῆ, σεμνό, μόνιμα ἐκκλησιαστικὸ καὶ πάντα ψυχωφελῆ.
Στὴ Σουηδία ὁ Γέροντας ἐργάσθηκε σκληρὰ ἐνῶ ταυτόχρονα ἔκανε μελέτες σὲ πανεπιστημιακὰ κέντρα.
Πρόσφερε τὴ βοήθειά του στοὺς μετανάστες, ἐργαζόμενος ὡς κοινωνικὸς λειτουργὸς καὶ ὡς ἀποκλειστικὸς νοσοκόμος.
Μετὰ τὴν χειροτονία του ὡς Ἱερεὺς ἀναλώθηκε στὴν ἱεραποστολικὴ διακονία τῶν Ὀρθοδόξων στὴν εὐρύτερη περιοχὴ Σουηδίας, Δανίας καὶ Νορβηγίας.
Μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἑλλάδα ὁ Γέροντας κάνοντας ὑπακοὴ στὸν πνευματικό του ἐγκαταστάθηκε στὸ χωριὸ Φαιὰ Πέτρα Σιδηροκάστρου, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ τότε ἐπιχωρίου Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου, κυροῦ Ἰωάννου Παπάλη, τοῦ πραγματικοῦ Ἐπισκόπου εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ.
Ἐκεῖ, συμμετέχοντας πάντοτε στὶς χειρωνακτικὲς ἐργασίες, ἔκτισε μὲ τὴ βοήθεια τῶν πιστῶν τὸ Ἱερὸ Ἡσυχαστήριο τῶν Ἁγίων, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Πρωτομάρτυρος Στεφάνου καὶ Ἰσαποστόλου Ὄλγας.
Ἡ ἀναχωρητικὴ τοῦ πατρὸς Εὐσεβίου διάθεση καὶ ὁ πόθος του μόνον «Χριστῷ συνεῖναι» τὸν ὤθησαν νὰ ἀπομακρυνθεῖ ψηλότερα στὸ βουνό, στὴν τοποθεσία Κρυονέρι, ὅπου ἔκτισε τὸ κελλάκι τῶν Ὁσίων, Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ματρώνης τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ τῶν δύο αὐταδέλφων, τῶν ἁγιασθέντων διὰ τῆς εὐχῆς, Μαξίμου καὶ Δομετίου.
Σὲ αὐτὸ παρέμεινε τριάντα χρόνια μέχρι τὴν ὁσιακὴ τελευτή του. Τὸν Ὅσιο Σάββα εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως ὁ Γέροντας ὡς τῆς ἐρήμου οἰκιστή, τὴν Ὁσία Ματρώνα, γιατὶ στὴ Σουηδία μία ἀφωσιωμένη διακόνισσά του λεγόταν Ματρώνα, καὶ τὰ δύο ἀδέλφια, Μάξιμο καὶ Δομέτιο, γιατὶ ἀξιώθηκαν νὰ ἁγιάσουν μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, αὐτὴ στὴν ὁποία καὶ ὁ ἴδιος σχόλαζε νύκτα καὶ ἡμέρα.
Στὸ δάσος τοῦ Κρυονερίου ὁ Γέροντας Εὐσέβιος περιφερόταν προσευχόμενος καὶ σχεδὸν ἄστεγος μιμούμενος τὸν Ἅγιο ποὺ εἶχε τὸ ὄνομά του, τὸν Ὅσιο Εὐσέβιο τὸν Αἴθριο, αὐτὸν ποὺ ὅλη του τὴ ζωὴ πέραση στὴν ὕπαιθρο.
Κύριο μέλημά του εἶχε τὴν ἕνωσή του μὲ τὸ ἐφετὸ τῆς καρδιᾶς του, τὸν Κυριό μας Ἰησοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν προσευχή, τὴν ἄσκηση, τὴ νηστεία καὶ τὴν καταπόνηση τοῦ σαρκίου. Στὸ κελλάκι του ἀναπαυόταν μόνο στὴ συγγραφὴ θεολογικῶν μελετῶν καὶ προετοιμασία τῶν κηρυγμάτων του.
Τὴν ἱερὴ ἐξομολόγηση ἐξασκοῦσε μὲ αὐταπάρνηση ὡς λειτούργημα καὶ προσφορὰ στὶς πονεμένες καὶ πάσχουσες καρδιές.
Ἔξω ἀπὸ τὸ κελλάκι του ὁ Γέροντας εἶχε στὴν πόρτα τῆς περιφράξεως πινακίδα ποὺ ἔγραφε «ἄβατον», ἀφοῦ ἦταν στὴν πραγματικότητα ἄβατο γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ δύσβατο γιὰ τοὺς ἄνδρες, καὶ δίπλα εἶχε τοποθετημένο ἕνα γυάλινο βάζο ποὺ ἔγραφε: «Ἀφῆστε τὸ σημείωμά σας. Χρήματα δὲν γίνονται δεκτά».
Οἱ ἐλεημοσύνες τοῦ ἀφιλοχρήματου Γέροντος Εὐσεβίου γίνονταν μὲ πολὺ διακριτικὸ τρόπο. Ἔπαιρνε πληροφορίες γιὰ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀνάγκες καὶ προσπαθοῦσε τὶς ἀνάγκες αὐτὲς νὰ τὶς θεραπεύσει μὲ τὴν καλύτερη καὶ πιὸ ἀθόρυβη μέθοδο.
Ἀκόμη καὶ σὲ βενζινάδικα ἔπαιρνε τηλέφωνο καὶ ἔδινε ἐντολὴ νὰ πάνε πετρέλαιο θερμάνσεως σὲ σπίτια ποὺ δὲν εἶχαν τὴν παραμικρὴ θέρμαση, χωρὶς νὰ φαίνεται ὁ δωρητής.
Γιὰ τὶς μετακινήσεις του ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τὰ ἀγροτικὰ αὐτοκίνητα πιστῶν κατάλληλα γιὰ δύσβατους δρόμους, τὰ ὁποῖα καὶ μετέφεραν στὸ κελλάκι του πόσιμο νερὸ καθὼς καὶ τὰ ἐλάχιστα ἀναγκαῖα τρόφιμα.
Πλῆθος κόσμου, ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο, τὸν ἐπισκεπτόταν γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει καὶ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του.
Ἐνῶ στὰ φτωχὰ καὶ στὰ ταπεινὰ κλέφτες δὲ πάνε, τὸ κελλάκι τοῦ Γέροντος Εὐσεβίου, τὸ ταπεινὸ καὶ ἀπέριττο κάποτε τὸ ἐπισκέφθηκαν.
Δὲν βρῆκαν, φυσικά, κάτι ἀξιόλογο νὰ πάρουν, ἀλλὰ τὰ ἔκαναν ὅλα ἄνω κάτω. Αὐτὰ τὰ «ὅλα» ἦταν τὰ βιβλία τοῦ Γέροντος, ἡ μοναδική του περιουσία.
Ὅταν ὁ Γέροντας γύρισε ἀπὸ τὸ βουνό, ὅπου ἔμενε περιπλανώμενος καὶ προσευχόμενος, εἶδε ἀναστατωμένο καὶ κελλὶ καὶ λυπήθηκε.
Λυπήθηκε ὄχι τόσο γιὰ τὴν ἀναστάτωση ποὺ τοῦ προκάλεσαν, ὅσο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν κλέφτη ποὺ ἔκανε τόσο ταξίδι γιὰ νὰ ἔλθει σὲ αὐτὸ τὸ ἀπόμακρο κελλὶ καὶ νὰ μὴν ἀποκομίσει λεία, ἀφοῦ τίποτα πολύτιμο δὲν ὑπῆρχε σὲ αὐτό.
Ὅταν τακτοποίησε τὸ χῶρο καὶ ἔφυγε πάλι γιὰ τὴν περιπλάνησή του στὸ βουνὸ ἄφησε πίσω του ἕνα γραπτὸ σημείωμα πρὸς ὁποιονδήποτε μελλοντικὸ ἐπίδοξο κλέφτη:
«Κύριε κλέφτη, σὲ παρακαλῶ, πάρε ὅ,τι θέλεις, μὴν μοῦ ἀναστατώνεις μόνο τὰ βιβλία».
Γι’ αὐτά, μόνον ἐνδιαφερόταν ὁ Γέροντας. Περιουσία εἶχε τὴν ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους, περιουσία ποὺ οἱ κλέφτες δὲν μποροῦν νὰ τὴν ἁρπάξουν.
Αὐτὴν τὴν εἶχε ἀποκτήσει μὲ πολὺ προσευχὴ καὶ πολλὰ δάκρυα.