Η εξομολόγηση κόβει τα δικαιώματα του διαβόλου
Να πάνε τουλάχιστον οι άνθρωποι σε έναν Πνευματικό να εξομολογηθούν, να φύγη η δαιμονική επίδραση, για να μπορούν να σκέφτωνται λιγάκι. Τώρα δεν μπορούν ούτε να σκεφθούν από την δαιμονική επίδραση.
Η μετάνοια, η εξομολόγηση κόβει το δικαίωμα του διαβόλου. Πριν λίγο καιρό , ήρθε στο Αγιον Όρος ένας μάγος και έφραξε με πασσαλάκια και δίχτυα όλο τον δρόμο, εκεί σε μία περιοχή κοντά στο Καλύβι.
Αν περνούσε από ‘κει μέσα ένας ανεξομολόγητος, θα πάθαινε κακό. Δεν θα ήξερε από που του ήρθε. Μόλις τα είδα, κάνω τον σταυρό μου και περνώ από μέσα, το διέλυσα.
Μετά ο μάγος ήρθε στο Καλύβι, μου είπε όλα τα σχέδιά του και έκαψε τα βιβλία του. σε έναν που είναι πιστός, εκκλησιάζεται, εξομολογείται, κοινωνάει, ο διάβολος δεν έχει καμμιά δύναμη, καμμιά εξουσία.
Κάνει μόνο λίγο «κάφ-καφ» σαν ένα σκυλί που δεν έχει δόντια. Σε έναν όμως που δεν είναι πιστός και του δίνει δικαιώματα, έχει μεγάλη εξουσία. Μπορεί να τον λιντσάρη, έχει δόντια και τον ξεσκίζει. Ανάλογα με τα δικαιώματα που δίνει μία ψυχή, είναι και η εξουσία του επάνω της.
Ακόμη και όταν πεθάνη κανείς και είναι τακτοποιημένος, την ώρα που η ψυχή του ανεβαίνει στον Ουρανό, είναι σαν να τρέχη ένα τραίνο και άλλα σκυλιά τρέχουν από πίσω γαυγίζοντας «κάφ-κάφ…», κόβει και κανένα σκυλί το τραίνο.
Αλλά, αν δεν είναι τακτοποιημένος, είναι σαν να βρίσκεται σε τραίνο που δεν μπορεί να τρέξη με ταχύτητα, γιατί είναι χαλασμένες οι ρόδες,κ οι πόρτες ανοικτές και μπαίνουν τα σκυλιά μέσα και δαγκάνουν και κανέναν.
Όταν ο διάβολος έχη αποκτήσει μεγάλα δικαιώματα στον άνθρωπο και τον έχη κυριεύσει, τότε πρέπει να βρεθή η αιτία, για να κοπούν τα δικαιώματα. Αλλιώς, όση προσευχή και να κάνουν οι άλλοι, αυτός δεν φεύγει. Σακατεύει τον άνθρωπο.
Οι ιερείς δωσ’ τού-δωσ’ του εξορκισμούς, και τελικά τα πληρώνει ο άνθρωπος, γιατί βασανίζεται ακόμη περισσότερο από τον διάβολο. Πρέπει να μετανοήση ο άνθρωπος, να εξομολογηθή, να κοπούν τα διακαιώματα που έχει δώσει, και μετά θα φύγη ο διάβολος, αλλιώς θα ταλαιπωρήται.
Μία μέρα, δύο μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια, διάβασε-διάβασε εξορκισμούς, αφού ο διάβολος έχει δικαιώματα, δεν φεύγει.
Ο διάβολος δεν πλησιάζει στο καθαρό πλάσμα του Θεού
– Γέροντα, πώς γίνεται και κυριεύομαι από τα πάθη;
– Ο άνθρωπος, αν δώση δικαιώματα στον πειρασμό, κυριεύεται από τα πάθη. Αυτό που θέλει ο Θεός, που είναι και συμφέρον σου, είναι να πετάξης στα μούτρα του διαβόλου όλα τα πάθη.
Δηλαδή να στρέψης εναντίον του τον θυμό, το πείσμα κ.λπ. Η καλύτερα, πούλησε τα πάθη στο ταγκαλάκι καί, με όσα χρήματα πάρης, αγόρασε πέτρες, να έχης και να το πετροβολάς, για να μη σε πλησιάζη!
Συνήθως εμείς οι άνθρωποι με τις αφορμές που δίνουμε, είτε με απροσεξίες είτε με υπερήφανους λογισμούς, επιτρέπουμε στον εχθρό να μας κάνη κακό. Ακόμη και έναν λογισμό ή έναν λόγο μπορεί να τα εκμεταλλευθή το ταγκαλάκι.
Θυμάμαι, ήταν μία οικογένεια πολύ αγαπημένη. Κάποτε άρχισε ο άνδρας και έλεγε στην γυναίκα: «Θα σε χωρίσω».
Και η γυναίκα έλεγε στον άνδρα: «Θα σε χωρίσω». Έτσι το έλεγαν, στ’ αστεία. Αλλά το εκμεταλλεύθηκε ο πειρασμός και δημιούργησε μία μικρή δυσκολία και ήταν έτοιμοι να χωρίσουν, ούτε τα παιδιά τους σκέφτονταν ούτε τίποτε.
Ευτυχώς βρέθηκε ένας Πνευματικός και τους μίλησε: «Γι’ αυτήν την χαζομάρα θα χωρίσετε;», τους είπε. Και έτσι συνήλθαν.
Αν ένας άνθρωπος λοξοδρομήση από τις εντολές του Θεού, τον πολεμούν μετά τα πάθη. Και αν αφήση κανείς τα πάθη να τον πολεμούν, δεν χρειάζεται διάβολος να τον πολεμήση. Και τα δαιμόνια έχουν «ειδικότητα».
Χτυπούν τον άνθρωπο τάκ-τάκ, να του βρουν την πάθηση, την αδυναμία, για να τον πολεμήσουν. Θέλει προσοχή, να κλείνουμε τις πόρτες και τα παράθυρα – τις αισθήσεις -, να μην ανοίγουμε χαραμάδες στον πειρασμό και μπαίνη από εκεί ο εχθρός.
Εκεί είναι τα αδύνατα σημεία. Εάν αφήσης έστω και μία σχισμή ανοιχτή, μπορεί να μπή και να σού κάνη ζημιά. Ο διάβολος μπαίνει στον άνθρωπο, όταν υπάρχη λάσπη στην καρδιά του ανθρώπου, δεν πλησιάζει στο καθαρό πλάσμα του Θεού.
Αμα ξελασπωθή η καρδιά, φεύγει ο εχθρός και έρχεται πάλι ο Χριστός. Όπως το γουρούνι, όταν δεν βρη λάσπη, γουγουλίζει και φεύγει, έτσι και ο διάβολος δεν πλησιάζει στην καρδιά που δεν έχει βούρκο.
Τί δουλειά έχει σε καρδιά καθαρή και ταπεινή; εάν λοιπόν δούμε ότι το σπίτι μας -η καρδιά μας – είναι παλιόσπιτο και κατοικεί ο εχθρός, πρέπει αμέσως να το γκρεμίσουμε, για να φύγη και ο κακός ενοικιαστής μας, δηλαδή το ταγκαλάκι.
Γιατί, όταν η αμαρτία χρονίση στον άνθρωπο, ο διάβολος, φυσικά, αποκτάει περισσότερα δικαιώματα.
– Γέροντα, όταν ένας άνθρωπος έχη δώσει δικαιώματα στον πειρασμό, επειδή έζησε με αμέλεια, και θέλη να βάλη μία σειρά, να αρχίσει να ζη προσεκτικά, τον πολεμάει το ταγκαλάκι;
– Όταν παίρνη την στροφή, παίρνη μία δύναμη από τον Θεό, έναν φωτισμό και θεία παρηγοριά, για να αρχίση. Αλλά, μόλις αρχίση τον αγώνα, ο εχθρός του κάνει σφοδρό πόλεμο. Τότε χρειάζεται λίγη καρτερία.
Αλλιώς, πώς θα ξερριζωθούν τα πάθη; Πώς θα γίνη η απέκδυση του παλαιού ανθρώπου; Πώς θα φύγη η υπερηφάνεια; Έτσι καταλαβαίνει ότι μόνος του δεν μπορεί να κάνη τίποτε και ζητάει ταπεινά το έλεος του Θεού και έρχεται η ταπείνωση.
Το ίδιο συμβαίνει και όταν κάποιος πάη να κόψη μία κακή συνήθεια, π.χ. τσιγάρα, ναρκωτικά. Στην αρχή νιώθει μία χαρά και τα πετάει. Μετά βλέπει τους άλλους να καπνίζουν κ.λπ. και έχει πόλεμο σφοδρό.
Αν το ξεπεράση, γυρίζει τις πλάτες χωρίς να δυσκολεύεται. Πρέπει να αγωνισθούμε λίγο. Το ταγκαλάκι κάνει την δουλειά του. Εμείς να μην κάνουμε την δουλειά μας;
(Λόγοι τόμος Α, σελ. 53-56)