Ένας από τους γέροντες της σκήτης αρρώστησε κάποτε και επιθύμησε να φάει λίγο φρέσκο ψωμί. Πού να βρεθεί όμως τέτοιο πράγμα σε εκείνη την έρημο;

Όταν το έμαθε ένας από τους νέους μοναχούς, έβαλε στο δισάκι του όλα τα ξερά ψωμία που είχε, και ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια.

Η πόλη απείχε δυο ημερών δρόμο από την έρημο. Ο καλός νέος αψήφησε τον κόπο! Κατέβηκε, άλλαξε τα ψωμιά, κι επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη σκήτη.

– Πού βρήκες φρέσκο ψωμί; τον ρωτούσαν με απορία οι αδελφοί.

– Στην Αλεξάνδρεια, απαντούσε με πολλή φυσιολογικότητα εκείνος, σαν να επρόκειτο για το γειτονικό χωριό.

Όταν το άκουσε ο γέροντας δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το κρατήσει .

-Πώς να το φάω; έλεγε. Αυτό είναι το αίμα του αδελφού μου!

Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να το φάει, για να μην πάει χαμένη η θυσία του αδελφού.

(Γεροντικόν, Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος γ, σελ. 21-22)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ