Δώδεκα μοναχοί περνούσαν για πρώτη φορά μία άγνωστη έρημο. Οταν νύχτωσε παραπλανήθηκε ο οδηγός τους κι ετράβηξε τον αντίθετο δρόμο.

Οι αδελφοί το κατάλαβαν γρήγορα, αλλά ο καθένας τους ξεχωριστά αγωνίστηκε ολόκληρη τη νύχτα να μην το φανερώσει, για να μη λυπήσει τον οδηγό.

Όταν ξημέρωσε είδε πια το λάθος του εκείνος.

– Συγχωρήστε με αδελφοί, είπε σαστισμένος. Μου φαίνεται πως επήρα τον αντίθετο δρόμο.

– Το ξέρουμε του αποκρίθηκαν εκείνοι, αλλά μη στενοχωριέσαι, γυρίζουμε πίσω.

Και χωρίς να δείξουν καμμία απολύτως δυσαρέσκεια, που είχαν περπατήσει όλη τη νύχτα άσκοπα μία απόσταση δώδεκα μιλίων, άρχισαν καινούργια πορεία.

Ο οδηγός θαυμάζοντας την ευγένειά τους, έλεγε και ξανάλεγε:

Μέχρι θανάτου μπορούν να συγκρατηθούν οι άνθρωποι του Θεού,

για να μην λυπήσουν τον αδελφό τους.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ