Από τους δύο ληστές ο ένας σώθηκε. Μην απελπίζεσθε.
Από τους δύο ληστές ο ένας χάθηκε. Μην επαναπαύεσθε. Αγωνίζεσθε!
(ιερός Αυγουστίνος)
*****
Ένας μοναχός εξομολογήθηκε στον αββά Σισώη.
– Έπεσα πάτερ! Τι να κάμω τώρα; Ρώτησε απελπισμένος.
– Να σηκωθείς, του απάντησε με την χαρακτηριστική του απλότητα ο Γέροντας.
Έπειτα από κάμποσο καιρό ξανάρθε στον αββά.
– Ξανάπεσα στα ίδια, κλαψούρισε.
– Να ξανασηκωθείς! Επρόσταξε ο Γέροντας.
– Έως πότε; Ρώτησε ο μοναχός
– Έως ότου σε βρει ο θάνατος. Είναι γραμμένο «όπου εύρω σε, εκεί και κρίνω σε», εξήγησε ο Γέροντας. Μόνο εύχου να βρεθείς την τελευταία σου στιγμή όρθιος.
*****
Ρώτησαν τον ασκητή:
– Πως μπορούμε να αγαπήσουμε το Θεό;
– Αγαπώντας τους ανθρώπους, απάντησε, εκείνος.
– Και πως μπορούμε να αγαπήσουμε τους ανθρώπους;
– Πολεμώντας να τους φέρουμε, με το καλό, στο σωστό δρόμο.
– Και ποιος είναι ο σωστός δρόμος;
– Ο ανήφορος!
*****
Δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν σου. Μπορεί, όμως, αδιαφορώντας για το παρόν σου να καταστρέψεις το μέλλον σου.
*****
Πολλά είναι τα όσα ήθελες και δεν μπόρεσες. Περισσότερα όσα μπορούσες και δεν θέλησες. Και ακόμα περισσότερα όσα δεν θέλησες και που έπρεπε και να θελήσεις και να μπορέσεις. (Κωνσταντίνος Τσάτσος)
*****
Κάποιος μέθυσος πήγε σε έναν ασκητή και του ζήτησε να τον γιατρέψει από το πάθος του, ραντίζοντας τον με αγιασμένο νερό.
– Πραγματικά, χρειάζεσαι νερό – του απάντησε ο ασκητής- για να γίνεις καλά. Αλλά νερό με το οποίο όχι να ραντίζεις το σώμα σου, αλλά να το ρίχνεις στο ποτήρι σου.
*****
Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς, όταν κοιμήθηκα αργά και ονειρεύτηκα, πως η ζωή ήταν χαρά.
Ξύπνησα νωρίς και είδα πως η ζωή δεν ήταν, παρά αγώνας.
Ρίχτηκα στον αγώνα και να, στο τέλος της χρονιάς διαπίστωσα, πως με τον αγώνα η ζωή γίνεται χαρά.
*****
Στην αρχαία Σπάρτη, απαγορευόταν στους πολεμιστές να ρωτούν «πόσοι είναι», αλλά μόνο το «που είναι ο εχθρός». Και προς τα εκεί ορμούσαν.
Το ίδιο και για τον πνευματικό αγωνιστή., που μπαίνει στο «στάδιο των αρετών» με την πανοπλία του Πνεύματος για να αγωνισθεί και να νικήσει.
*****
Ένας ασκητής βρήκε πολλούς πειρασμούς στον τόπο που πρωτάρχισε να αγωνίζεται. Έχασε την υπομονή του και αποφάσισε να φύγει μακριά για να βρει την ησυχία του. Καθώς έσκυψε να δέσει τα σανδάλια του για να ξεκινήσει, είδε αντίκρυ του κάποιον άλλον, να δένει κι αυτός τα δικά του.
– Ποιος είσαι συ; τον ρώτησε
– Εκείνος που σε βγάζει από δω, του αποκρίθηκε. Και να ΄μαι πάλι έτοιμος να προπορευθώ εκεί που σκοπεύεις να καταφύγεις και να σε περιμένω.
Ήταν ο διάβολος! Έπειτα από αυτό ο ασκητής έμεινε στο κελί του αποφασισμένος αν αγωνισθεί εκεί που «ετάχθη».
*****
(από το βιβλίο: Στάχυα Τόμος Α, Κωνσταντίνος Κούρκουλας)