Ἕνας Ρῶσος φιλοσοφῶν θεολόγος, γράφοντας γιὰ τὴ σχέση τῆς ὀρθοδοξίας μὲ τὶς αἱρέσεις, χρησιμοποιεῖ τὴν ὄχι τόσο εὔστοχη παραβολή: «Ἕνας μεγάλος τεχνίτης ἀναχώρησε ἀφήνοντας τὴν τέχνη του σὲ τρεῖς μαθητές του.
Ὁ μεγαλύτερος ἀκολούθησε πιστὰ ὅ,τι τὸν δίδαξε ὁ δάσκαλος χωρὶς νὰ ἀλλάξει τίποτε. Ἀπὸ τοὺς ἄλλους δύο, ὁ ἕνας ἔκανε προσθῆκες, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἀφαιρέσεις.
Μὲ τὴν ἐπιστροφὴ του ὁ δάσκαλος, χωρὶς νὰ θυμώσει μὲ κανένα, εἶπε στοὺς μικρότερους: Εὐχαριστῆστε τὸν μεγαλύτερο ἀδελφὸ σας· χωρὶς αὐτὸν δὲν θὰ εἶχε σωθεῖ ἡ ἀλήθεια τῆς τέχνης, ποὺ σᾶς παρέδωσα.
Κατόπιν εἶπε στὸν μεγαλύτερο: Εὐχαρίστησε τοὺς μικρότερους ἀδελφοὺς σου· χωρὶς αὐτοὺς δὲν θὰ εἶχες κατανοήσει τὴν ἀξία τῆς τέχνης πού σοῦ ἐμπιστεύτηκα».
«Ἔσχατον πάντων ὤφθη κἀμοὶ»
Σίγουρα ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἐξέφρασε εὐγνωμοσύνη πρὸς τοὺς αἱρετικούς. Ἐκφράζει μόνο πικρία, πόνο καὶ εὐχὲς γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους.
Πικρία καὶ πόνο ἐκφράζει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἰδιαίτερα στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του, γιὰ τοὺς πλανηθέντες ἰουδαΐζοντες ψευδαδέλφους· καὶ ὄχι μόνο δὲν τοὺς θεωρεῖ χρήσιμους γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῆς ἀξίας τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀναθεματίζει ἀποκόπτοντάς τους ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία του.
Ἀπόλυτα τὸν δικαιολογεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, λέγοντας ὅτι «αὐτὸ ποὺ διαστρέφει καὶ στὸ ἐλάχιστο τὴν ὑγιῆ πίστη, καταστρέφει τὰ πάντα καὶ ἐκπίπτει σὲ χειρότερη κατάσταση ἀπὸ ἐκείνη ποὺ βρισκόταν πρὶν νὰ πιστέψει».
Ἡ ὑγιὴς πίστη -ξεκαθαρίζει στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα ὁ Παῦλος- δὲν εἶναι κάποια ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Καὶ ἐκεῖνος, καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, οὔτε τὴν παρέλαβαν οὔτε τὴ διδάχθηκαν ἀπὸ ἀνθρωπο· τοὺς τὴν ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἐκεῖνοι βέβαια εἶχαν ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ τὸν Τίμιο Πρόδρομο καὶ εἶχαν γίνει ἀρκετὰ καθαρὰ κάτοπτρα, δεκτικὰ καὶ μεταδοτικά τοῦ Φωτὸς τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸς ὅμως ὁ «καθ’ ὑπερβολὴν διώκτης» τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἤθελε κατὰ τὸν ἅγιο Θεοφύλακτο «νὰ τὴν κατασκάψει καὶ νὰ τὴν ἀφανίσει», πῶς μετεστράφη σὲ μία στιγμὴ στὸ πιὸ φωτεινὸ «σκεῦος ἐκλογῆς»;
Ὑπάρχει ἐκκωφαντικότερη μαρτυρία ὅτι τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ἀπότομη μεταστροφή του;
«Ἂν αὐτὸς ποὺ τοῦ ἀποκαλύφθηκε δὲν ἦταν ὁ Χριστός, δὲν θὰ ἄλλαζε ἀμέσως ὁ Παῦλος», λέει ὁ Χρυσορρήμων· «ἐκεῖνοι ποὺ διδάσκονται ἀπὸ ἀνθρώπους, ὅταν εἶναι φανατικοὶ στὰ ἀντίθετα, χρειάζονται χρόνο καὶ προσπάθεια γιὰ νὰ πεισθοῦν.
Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ πίστεψε χωρὶς χρονοτριβῆ στὸν Χριστό, ἐνῶ βρισκόταν στὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀντίχριστης μανίας του, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἀξιώθηκε θεϊκῆς ὁράσεως καὶ διδασκαλίας».
Ἄξιος τῆς κλήσεως
Ὁ Παῦλος, προσπαθώντας νὰ ἐξηγήσει τὴν «σκανδαλώδη» εὔνοια τοῦ Θεοῦ, λέει ὅτι Ἐκεῖνος τὸν προεπέλεξε καὶ τὸν ξεχώρισε «ἐκ κοιλίας μητρός του». Τὸ ὅτι ὅμως ὁ Θεὸς τὸν ξεχώρισε πρὶν γεννηθεῖ γιὰ ἕνα τόσο ὑψηλὸ ἔργο, δὲν ἔχει σχέση μὲ κάποια προσωποληψία τοῦ Θεοῦ.
Σύμφωνα μὲ ἐκκλησιαστικὸ ἑρμηνευτή, «ὁ Θεὸς τὸν ἀφώρισε κατὰ πρόγνωσιν τοῦ ἄξιον αὐτὸν εἶναι»· ἁπλῶς προέβλεψε, δηλαδή, ὅτι θὰ γινόταν ἄξιος γιὰ μία τέτοια κλήση καὶ θὰ ἀνταποκρινόταν μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις σὲ αὐτήν· γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κάλεσε μὲ ἕνα τέτοιο συγκλονιστικὸ τρόπο.
Δὲν «προορίζει», λοιπόν, ὁ Θεός· ἁπλῶς «προγνωρίζει» καὶ ἀνταμείβει τοῦ καθενὸς τὴν προθυμία καὶ τὸν ζῆλο. Καὶ ὁ Παῦλος εἶχε πύρινο ζῆλο καὶ μεγάλη θυσιαστικὴ διάθεση· τὰ χρησιμοποιοῦσε ὅμως καὶ τὰ δύο σὲ πλανεμένη κατεύθυνση.
Ἀλλὰ ὅταν ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδειξε τὴν ἀλήθεια, τὰ διέθεσε πολλαπλασιασμένα στὴν ὑπηρεσία τοῦ Εὐαγγελίου του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει ὁ «ἐν κόποις καὶ φυλακαῖς περισσοτέρως… καὶ ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόvτως» Ἀπόστολος.
Ὁ ἴδιος, βέβαια, ὁ Παῦλος ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρεῖ καρπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῆς δικῆς του ἀξίας. Μὲ τὸ στόμα, μάλιστα, τοῦ ἑρμηνευτῆ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη λέει: «Γι’ αὐτὸ ἐλεήθηκα ἐγώ, γιὰ νὰ μὴν ἀπελπισθεῖ κανένας, ἀφοῦ ἐγώ, ὁ χειρότερος ἀπὸ ὅλους, ἀπήλαυσα τόσης φιλανθρωπίας ἀπὸ τὸν Θεό».
«Εἶδες ταπεινοφροσύνης ὑπερβολήν;» ρωτάει ἔκπληκτος ὁ ἅγιος· καὶ συμπληρώνει ὅτι ἕνα τόσο ταπεινὸ φρόνημα τὸ πρόβαλλε ὁ ἅγιος «ἔνθα οὐκ ἐβλάπτετο τὸ Εὐαγγέλιον». Ὅταν ὅμως οἱ ψευδαπόστολοι ἀμφισβητοῦσαν τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα, ἀναγκαζόταν δικαιολογημένα νὰ καυχᾶται γιὰ τὶς θεοπτίες καὶ γιὰ τὶς ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ κόπους του.
Ἐργάτης τῆς ταπεινοφροσύνης
Σὲ καμία, πάντως, περίπτωση δὲν ἀποτελεῖ κατακριτέα ἔπαρση ἡ ὁμολογία του ὅτι, προκειμένου νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν συμβουλεύθηκε κανένα ἄνθρωπο, οὔτε πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ αὐτοῦ ἀποστόλους.
Θὰ ἦταν ἄτοπο, αὐτὸς ποὺ διδάχθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, νὰ συμβουλεύεται γιὰ τὰ θεοδίδακτα πράγματα τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐξάλλου ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἶχε τὴ σωστὴ γνώμη, ποὺ ὕστερα τὴν ἐπικύρωσαν καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, σχετικὰ μὲ τὴ μὴ ἀναγκαιότητα τῆς περιτομῆς τῶν χριστιανῶν, δηλαδὴ τῆς βασικῆς πλάνης τοῦ «ἑτέρου εὐαγγελίου» τῶν ἰουδαϊζόντων.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, «πῶς νὰ μὴ τὸν προσέξει τὸν Παῦλο ὁ Θεός;» ἀναρωτιέται καὶ ἕνας σύγχρονος ἀπολογητὴς τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἴσως γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πρώην διώκτης Σαῦλος ἔγραψε ἀργότερα στοὺς Κορινθίους ὅτι «αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό», ὄχι μόνο θὰ τὸν γνωρίσουν, ἀλλὰ κι Αὐτὸς «τοὺς ἔχει ἤδη γνωρίσει» καὶ ἀναγνωρίσει ὡς δικούς του (Α’ Κορ. 8,3).
Λαμπρόπουλος Βαρνάβας (Ἀρχιμανδρίτης)