Κάποιος αδελφός εννιά ολόκληρα χρόνια βασανιζόταν από ενα κακό λογισμό. Κάθε μέρα έκλαιγε κι έλεγε κατακρίνοντας τον εαυτό του:
– Είμαι αίτιος γι αυτόν. Θα χάσω την ψυχή μου.
Αγωνιζόταν σκληρά. Του κάκου όμως. Ήταν αδύνατον να απαλλαγή.Στο τέλος κάμφθηκε η αντίστασή του.Έπεσε σ΄απόγνωσι.
– Έχασα πια την ψυχή μου, συλλογίστηκε. Γιατί να μένω άσκοπα στην έρημο; Ας γυρίσω στον κόσμο.
Έτσι πήρε το δρόμο για την πολιτεία. Μα καθώς περνούσε με βαριά καρδιά, άκουσε πίσω του φωνή:
– Δυστυχισμένε, έτσι ποδοπατάς τ΄αμάραντο στεφάνι που εννιά χρόνια με την υπομονή σου έπλεκες;
Γύρισε πίσω να το αποτελειώσεις.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην θλιμμένη καρδιά του Αδελφού. Με σταθερό βήμα τώρα ξαναπήρε το δρόμο για την έρημο. Μα κι΄ο Αγαθός Θεός αφάνισε το λογισμό του.
Από το Γεροντικό