Θέλησε κάποτε να δοκιμάσει δυο νεοφερμένους αδελφούς στη σκήτη ένας από τους μεγάλους Γέροντες.
Μπήκε στο μικρό τους κήπο κι άρχισε να καταστρέφη με το ραβδί του μισάνοικτη πόρτα του κελιού τους, αλλά δεν φανερώθηκαν εως ότου τα κατάστρεψε σχεδό όλα. Όταν
είχε μείνει πια μια ρίζα μόνο κι ήταν έτοιμος να τη χαλάσει κι αυτή βγήκε έξω ο νεώτερος και του είπε με πολύ σεβασμό.
– Αν ευλογεί η αγιοσύνη σου, Αββά , άφησε τούτο να το μαγειρέυσω για να σε φιλοξενήσω.
Ικανοποιημένος ο Γέρων από την ανωτερώτητα του αδελφού τον εφίλησε και του είπε:
– Βλέπω το πνεύμα του Θεού να αναπαύεται σε σένα αδελφέ, για την πολλή σου ανεξικακία.
Από το Γεροντικόν