Έλεγε δε πάλι στον αδελφό ο γέρων για την ψυχή πού θέλει να μετανοήσει. ” Ήταν μια όμορφη και αμαρτωλή γυναίκα σε κάποια πόλη και πολλούς φίλους είχε.
Πηγαίνει σ΄αυτήν ο ένας άρχων και της λέγει: Φρονίμεψε και εγώ σε παίρνω γυναίκα μου. Εκείνη συμμορφώθηκε. Την πήρε λοιπόν και και την πήγε στο μέγαρό του. Στο μεταξύ, οι φίλοι της, αναζητώντας την, έλεγαν: Ο δείνα άρχων την πήρε στο σπίτι του.
Αν λοιπόν πάμε στην πόρτα του σπιτιού του και το αντιληφθεί, θα μας κάνει κακό. Να τη πρέπει να κάνουμε:
Να πάμε πίσω από το σπίτι και να της σφυρίξουμε. Καταλαβαίνοντας τότε από το σφύριγμα ότι εμείς είμαστε, θα κατέβη η ίδια σ΄εμάς και έτσι δεν θα μπορεί κανείς να μας κατηγορήσει.
Άκουσε λοιπόν η γυναίκα το σφύριγμα , έφραξε τα αυτιά της , όρμησε στην πιο μέσα κρεβατοκάμαρη και έκλεισε πίσω της τις πόρτες.
Εκείνη η γυναίκα συμβολίζει την ψυχή.
Οι φίλοι της είναι τα πάθη και οι άνθρωποι.
Ο άρχων είναι ο Χριστός.
Και το εσωτερικό του σπιτιού, η αιώνια μονή.
Αυτοί όμως που σφύριξαν, είναι οι σκοτεινοί οι δαίμονες. Αλλά η ψυχή της ξεφεύγει μένοντας πιστή στον Κύριο”.
” Είπε ο Γέρων” Εκδ.”Αστήρ”